Πληροφορίες

Εργογραφία. 2005 - Defunctus (βιογραφία) 2006 - Nino Perdido (μυθιστόρημα) Έκλυτες σκέψεις (ποίηση) 2007 - Οι Ζητιάνοι (Θέατρο) Κηφήνες & Μέλισσες (Θέατρο) 2008 - Μήδεια (θέατρο) Κλεμέντε (Θέατρο) jus infernale (ποίηση) 2009 - Κόκκινος Βάτραχος (μυθιστόρημα) 2010 - Κανίβαλλος (Θέατρο)

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Defunctus

Πρόλογος


Οκλαδόν σε σκοτεινό δωμάτιο.
Τρεμάμενοι ιριδίζοντες τίτλοι αυριανών εφημερίδων με γυροφέρνουν χορεύοντας με τύψεις.

Ελπιδοφόρος νεαρός κρεμάστηκε σπίτι του.
Μανιοκαταθλιπτικός κατά συρροή αυτόχειρας έκοψε τις φλέβες του.
Νέο κρούσμα κατάποσης φυτοφαρμάκων.
Να μας ζήσει ο πρόεδρος.

Εν γένει είμαι αναποφάσιστος άνθρωπος μόνο οι δύο πρώτοι τρόποι με εκφράζουν. Αλλά ποιόν να επιλέξω; Ποιο είναι το σωστό κριτήριο επιλογής; Ειλικρινά δεν ξέρω. Θα πράξω αυτό που έκανα πάντα. Βγάζω από την τσέπη το τελευταίο κέρμα, θα το στρίψω και ευελπιστώ η θεά τύχη να υποδείξει την αρμόζουσα μέθοδο. Το τινάζω με δύναμη παρατηρώ με δέος κάνει γκελ, δεύτερο και αρχίζει να κυλάει στο πάτωμα. Γεμίζοντας το ποτήρι περιμένω το αποτέλεσμα. Αναπάντεχα, όπως άλλωστε όλα τα πράγματα στη ζωή, χώνεται κάτω από το κρεβάτι.
Χρόνια τώρα κανείς δεν ξέρει τι κρύβεται εκεί. Ίσως οι ανείπωτοι φόβοι, τα απομεινάρια χιλιάδων μεθυσιών, εκατοντάδων συνουσιάσεων και σίγουρα τα πρόσφατα όμβρια ύδατα του σπασμένου αγωγού. Ένα από τα προνόμια να ζεις σε υπόγειο. Ξέρεις τι τρώνε οι άλλοι ή καλύτερα πόσο τρώνε. Καταλαβαίνεις το βιοτικό τους επίπεδο. Κάθε φορά που ακούω καζανάκι θυμάμαι ότι πεινάω. Ξαναγεμίζω το ποτήρι έχω σοβαρότερα πράγματα να σκεφτώ.
Η νέα πραγματικότητα έχει ως εξής, το όνειρο για ένα τελευταίο πακέτο τσιγάρα χάθηκε με το νόμισμα και μαζί η πιθανότητα να φωτιστεί η σωστή διαδρομή στον μαίανδρο λαβύρινθο λύπης.
Η αρχέγονη μάχη του καλού και του κακού εκτυλίσσεται σε λίγα εκατοστά μυαλού Το αγγελάκι ντυμένο με λευκή ατσαλάκωτη στολή μιλάει για αγάπη, για Θεϊκή παρέμβαση στην απώλεια του νομίσματος.

- Σάλτα γαμήσου άγγελε.

Το διαβολάκι με σκανδαλιάρικη διάθεση προτείνει, κόψε τις φλέβες και μετά κρεμάσου.

Έχουμε και λέμε υπάρχει κατάλληλη ψυχολογία επιλέχθηκε η μέθοδος όλα καλά. Σκατά, δεν αφήνω κάτι πίσω έναν επικήδειο να κλονίσει τα θεμέλια της κοινωνίας; Έναν λίβελο για όσους με σαρκάστηκαν κατά περιόδους. Μικρό το κακό δεν έχω παρά να γράψω για την ζωή μου. Μια ζωή δίχως όρια, χωρίς αρχή και τέλος. Οπότε θα αρχίσω από το τέλος, γιατί έτσι μου γουστάρει.

Πάει κάπως έτσι

1

Το ραδιόφωνο μεταδίδει ειδήσεις, νέα κακοκαιρία Φλώρινα -15, Ξάνθη-5, Ιωάννινα -7, Κοζάνη -9. Ουπς, Κοζάνη -9. Στα αρχίδια μου μέσα στο αυτοκινητάκι έχει πάνω από 25. Πιο πιθανό είναι να βαρύνουν τα βλέφαρα από την αϋπνία και να τρακάρω παρά να ψοφήσω από κρύο. Τι ήθελα και δεν το βούλωνα. Οι στροφές στο καντράν μειώνονται. Τα υγρά της μηχανής ρευστοποιούνται στο παρμπρίζ. Ο νόμος του Μέρφυ αλάνθαστος. Αντικρίζω την ΕΘνική ενώ στο νου προβάλλονται τα λόγια του αρμόδιου υπουργού :
το καινούριο κομμάτι θα συμβάλει στην μείωση των αποστάσεων, θα χρησιμοποιείται καθημερινά από χιλιάδες πολίτες, οι ειδικές κάμερες θα παρακολουθούν νυχθημερόν κάθε συμβάν.

Σε ποιον απευθύνονταν; Ο μοναδικός πολίτης που χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο δρόμο τις 2 τελευταίες ώρες ήμουν εγώ. Όπότε σε μένα τα έλεγε.
Τα πόδια έχουν ξυλιάσει η κούραση με καταβάλλει. Ξάφνου ήχος απρόσμενος και οικείος υποσκελίζει τον λήθαργο. Ένα μήνυμα.

Η TELESTET παρακαλεί να τακτοποιήσετε τον
λογαριασμό σας
Αι σιχτίρ.

Στο καπάκι ακόμα ένας. Επιτέλους κάποιος με θυμήθηκε.

- Έλα μωρό μου, φοράω νυχτικάκι και ετοιμάζομαι για ύπνο. Έφτασες;

- Τι χρώμα νυχτικάκι φοράς;

Τι λέω ο μαλάκας!!!

Περνάω απευθείας στο παρασύνθημα

- Σταμάτα και άκουσε; κάλεσε την οδική βοήθεια. Βρίσκομαι στην Εγνατία απέναντι από τα φουγάρα της Πτολεμαίδας . Μόνο βιάσου.

Απόκριση ,

- Γιατί;

Αίφνης παύση στο σύμπαν, το απόλυτο κενό μόνο το πετάρισμα των φτερωτών σκέψεων φέρνει αντίρρηση στην επιβεβλημένη νεκρική σιγή .

Όλες οι γυναίκες είναι ηλίθιες

Η συγκεκριμένη είναι ηλίθια.

Αν αυτή είναι ηλίθια, εγώ τι δουλειά έχω μαζί της;

Επειδή γαμιέται καλά.

Το τελικό συμπέρασμα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα, δεν ήμουν τελείως μαλάκας. Τώρα μπορούσα να της εξηγήσω με ηρεμία τα πάντα.

- Γαμώ το κέρατο σου, κάνε αυτό που σου λένε.

- Οκ.

Το σύμπαν επανήλθε.

Κάποιος παίζει τα φώτα. Μετά βίας γυρνάω το βλέμμα στο ρολόι, έχουν περάσει 2 ώρες. Προσπαθώ να κινηθώ, πονάνε οι κλειδώσεις, τα καταφέρνω.

- Φιλαράκο που το πάμε;

- Πόσα;

- 75 για Κοζάνη, 180 Βέροια και 350 Θεσσαλονίκη.

- Εσύ πώς το κόβεις;

- Εντάξει.

2
Περπατάω στο κέντρο της Κοζάνης κουβαλώντας παραμάσχαλα ένα μπουκάλι τεκίλα. Οι δρόμοι παγωμένοι, επικίνδυνοι. Κάθομαι σε ένα βρεγμένο παγκάκι, ψαχουλεύω τις τσέπες. 2,5 euro. Καφές, κάνα τηλεφώνημα ύστερα το χάος. Ξεφορτώνομαι το μπουκάλι σε έναν κάδο και βαδίζω ολοταχώς στο απέναντι μπουγατσατζίδικο. Παραγγέλνω γαλλικό. Βάλσαμο.

Πόσες φορές έχω βρεθεί σε παρόμοια θέση;

Θάλεια! Φανταστική γκόμενα με σώμα πλούσιο σε σκληρές ανασφαλείς καμπύλες σαν ερειπωμένα τείχη κάστρου έτοιμα να παραδοθούν στον πρώτο επιτήδειο παφλασμό. Την γνώρισα σε ένα μπαρ στην Θεσσαλονίκη. Χωρίς περιττά προκαταρκτικά βρεθήκαμε στο κρεβάτι.

Η παρακμή ελκύει τις γυναίκες.

Ξημέρωσε τελείωσα τον καφέ, ξέθαψα το μπουκάλι πήρα τζούρα και κίνησα στο πλησιέστερο κερματοτηλέφωνο

- Χρειάζομαι χρήματα

- Δεν μπορώ να βοηθήσω. Έχω το παιδί άρρωστο.

Θάλεια τέλος. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι γυναίκα που γεύεται την μητρότητα, έχει πάντα μια καλή δικαιολογία.

3
Άδειασμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Θυμάμαι όταν σε μια στιγμή αδυναμίας αγκάλιασα τον πατέρα μου . Οι άμωμοι γονείς χώρισαν πριν γεννηθώ. Η μάνα τον έπιασε να πηδάει την νονά μου. Κακή στιγμή. Αν δεν τους έβλεπε, μπορεί να ήμασταν ακόμα ευτυχισμένη οικογένεια.

Η μάνα καθαρίστρια. Με μεγάλωσε με συνδρομή εκκλησιαστικού βιβλιαρίου. Τραχανάς και Άγιος ο Θεός. Ο πατέρας ακόμα πηδούσε την νονά μου. Ανδρώθηκα χωρίς ιδιαίτερες αναστολές, άλλωστε δεν είχα καμία επιτήρηση.

Η πρώτη κοπάνα στο νηπιαγωγείο. Το πρώτο ξενύχτι σε έναν βάλτο για να δω από κοντά τον μύθο της γάτας με τα δυο κεφάλια. Πάντα ξυπόλητος με λερωμένα γόνατα.

Έφτασα τα 10. Ψηφίστηκα αρχηγός συμμορίας. Δυο άτομα, εγώ και ένας που τον έσερνα.

Καταστρώσαμε σχέδιο. Θα κλέβαμε μια σοκολάτα. Τόσο απλό ήταν. Αλλά σαν αρχηγός το τροποποίησα. Η σοκολάτα έγινε μια κούτα σοκολάτες. Αν είναι να τουρκέψεις γίνε αγάς.

Έτρεχα, η κούτα βαριά. Φωνές με καταδίωκαν. Ο Κώστας, το πρωτοπαλίκαρο, είχε εξαφανιστεί. Παράτησα τα λάφυρα δυσκόλευαν την διαφυγή. Έπρεπε να βρω λύση. Μάζεψα κάποια ρούχα και πήγα στην γκαρσονιέρα κρησφύγετο του πατέρα μου.

Μια κυρία κακοβαμμένη με το μισό στήθος απ΄ έξω στάθηκε αντίκρυ.

- Τον μπαμπά μου θέλω.

- Δεν είναι εδώ, αλλά πέρασε.

Έφτιαξε γάλα και κουρασμένος όπως ήμουν με πήρε ο ύπνος.

Μέχρι και ο εξυπνότερος γκάνγκστερ την πατάει όταν πέφτει στα δίχτυα μιας γυναίκας με ακάλυπτο στήθος. Άρχισα να καταλαβαίνω τον πατέρα μου.

Αυτό που δεν καταλάβαινα ήταν πού βρέθηκα όταν ξύπνησα. Κάτι ανθρωπάκια με μπλε στολή και μια δακρυσμένη γριά συνομιλούσαν. Κάπου την είχα ξαναδεί. Κοίταξα καλύτερα. Η μάνα μου ήταν.

Τελευταία φορά είπε ο αστυνόμος. Αν ξαναγίνει, στο μπουντρούμι. Εντάξει φιλαράκο, έχω τον λόγο σου; Να γράψε εδώ ότι δεν θα το ξανακάνεις. Ήθελε την ομολογία μου. Δεν είχα εναλλακτική. ¨Έπιασα αποφασιστικά ένα όμορφο μαύρο στυλό με χρυσές ραβδώσεις.

- Όχι, όχι αυτόν, να με αυτόν εδώ.

Απέσπασαν την κατάθεση και με άφησαν ελεύθερο.

Το βράδυ εξαντλημένος από την περιπέτεια και το ξύλο κλείσθηκα στο δωμάτιο. Δεν είχα κουράγιο ούτε τα ρούχα να βγάλω. Σκεφτόμουν ότι από εδώ και στο εξής θα είμαι καλό παιδί. Έγειρα. Κάτι με ενοχλούσε. Έψαξα στην κωλοτσέπη, είχε χρυσές ραβδώσεις!!!

4
Ήπια μια γουλιά ακόμη. Το κρύο ξύριζε. Η ζωή μου πάντα δίλημμα. Να πάω στο συνεργείο; Χωρίς φράγκο; Να γυρέψω χρήματα; Από ποιόν;

Τυφλά βήματα με οδήγησαν στα ΚΤΕΛ. Παρακάλεσα τον οδηγό και ανέβηκα. Αμέσως κοιμήθηκα.

Εδώ και χρόνια τα ίδια όνειρα επαναλαμβάνονται αναδυόμενα στο συνειδητό με αέναη συγκεκριμένη σειρά. Πέφτω από μπαλκόνι, ο ανεκπλήρωτος έρωτας η Βάσω. Ξανθιά κοντούλα με γαλανά ματάκια πεταχτό κώλο και όλη της την ψυχή μέσα σ’ αυτόν. Πόσα βράδια ξημέρωσαν απέναντι από το πατρικό της; Πόσα κρυφά κοιτάγματα κάτω από το θρανίο; Μια φορά είδα το βρακάκι της. Νύχτες ολόκληρες το έφερνα στο νου . Άλλοτε το έσκιζα με βία και κάποιες το έβγαζα με αργές ηδονικές κινήσεις.

Είχε αντιληφθεί τον πόθο μου, άλλωστε δεν τον έκρυβα και με δούλευε. Στις τουαλέτες έριχνε δεκάρικα στον κόρφο προκαλώντας πρόθυμα αγοράκια να τα βγάλουν. Μαρτύριο!! Την λάτρευα. Μόνο έμενα δεν άφηνε.

Το αποκορύφωμα ήταν ένα απόγευμα. Με το σχόλασμα πρότεινε να βγούμε. Φυσικά δέχτηκα. Καθίσαμε στην πιο in καφετερία, το Camelot. Δεν μιλούσα απλά την κοίταζα. Κενολογούσε για το σχολείο, την κολλητή της και τους μαλάκες που έσκυβαν κάτω από το θρανίο να δουν το κιλοτάκι της. Κάποια στιγμή με ρωτάει ορθά κοφτά :

- Με γουστάρεις;

Κοκκίνησα

Κοίταξε να δεις, συνέχισε, αν δεν τα φτιάξω με τον Πέτρο ή τον Τάκη θα τα φτιάξω μαζί σου.

Άντε γαμήσου, Βασούλα, όπου και να ‘σαι. Είμαι σίγουρος ότι το κάνεις καλά.

Το κινητό διέκοψε τις ευχές.

- Παρακαλώ.

- Έλα, γιατί δεν ήρθες στην δουλειά; Ένα τηλέφωνο δεν μπορείς να πάρεις; Θα σε απολύσω αν συνεχίσεις έτσι. Κατάλαβες;

Πολλές ερωτήσεις. Με μπέρδεψαν.

- Βρε δε γαμιέσαι. Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχετε.

Γαμώτο είχα ανάγκη την δουλειά.

5

Το λεωφορείο έφτασε Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα και άρχισα το περπάτημα. Νέοι ορίζοντες ανοίγονταν. Ζωή χωρίς αυτοκίνητο και δουλειά . Όλο το μέλλον δικό μου.

Το είχα ξαναδεί το σενάριο.

Στα 18 όντας αποτυχημένος μαθητής η μάνα μου αποφάσισε να με στείλει για σπουδές στην Αγγλία. Έραψε στο εσωτερικό της τσέπης 800 Λίρες και ζήτησε να είμαι καλός φοιτητής. Της έδωσα τον λόγο μου.

Τρεις ώρες κράτησε το ταξίδι για το Heathrow. Το κόκκινο κρασί που σερβίρει η BRITISH AIRWAYS είναι εξαίσιο. Στο παιδί σας προτείνετε το λευκό ξηρό. Χτυπάει λιγότερο.

Η επιθυμία της ήταν να σπουδάσω υπολογιστές, την επιστήμη του μέλλοντος. Εγώ όμως είχα άλλα σχέδια. Θα γινόμουν ο καλύτερος όλων.

Έκανα αίτηση στην σχολή μηχανικών αεροδιαστημικών συστημάτων. Τρομάρα μου. Με δέχτηκαν αλλά δεν με είδαν ποτέ. Ήταν δύσκολα.

Τριγύριζα στο Κόβεντρυ μόνος σαν αρσενικός γύπας αναζητώντας μέρος να σερβίρει αλκοόλ. Είχα πολλές επιτυχίες το πρωί. Οι Άγγλοι με την μπίρα και εγώ με το ουισκάκι δεν υπήρχε συναγωνισμός, όλες οι γκόμενες δικές μου.

Μετά από ένα σημείο έχασα τον λογαριασμό. Διαφορές εθνικότητες παρέλασαν στο κρεβάτι μου. Κινέζες, Ινδές, Γιουγκοσλάβες, Μεξικάνες διαφορετική κουλτούρα διαφορετικό σεξ. Δεν με κάλυπτε καμία. Έλλειπε αυτό που θα με συγκλόνιζε θα με απογείωνε, το χρήμα.

Επένδυσα κάτι λίγα σε φρού-φρού και αρώματα και έτοιμος ο επιβήτορας. Στον πρώτο κιόλας μήνα είχα φτιάξει μια αξιόλογη γκαρνταρόμπα και δεχόμουν διόλου ευκαταφρόνητα δώρα. Το τίμημα κάθε φορά διέφερε ανάλογα με την ηλικία. Από τα 50 και άνω χρειαζόμουν έξτρα μπόνους για να ξεπεράσω τις ηθικές αναστολές.

Όπως και να ‘χει όλα τα καλά έχουν ένα τέλος.

Σε μια βραδινή εξόρμηση βρέθηκα στο Annabel΄s Casino. Φημίζονταν για τις Κύπριες που ξόδευαν ασύστολα την περιουσία είτε των συζύγων είτε των γονιών τους. Βασικά δεν με ενδιέφερε ποιανού ήταν τα χρήματα αρκεί να έμπαιναν στην δική μου τσέπη.

Κάθισα στην αγαπημένη μου θέση στο τραπέζι Blackjack νο 2 , τελευταίος παίχτης. Κάθε μέρα στις 23,00 ακριβώς αναλάμβανε η Λώρα.

Μια Γαλλίδα με επιδέξια χέρια τρομερό χαμόγελο και ισπανικό ταμπεραμέντο. Χωρισμένη γύρω στα 39. Αν και τα ακριβή χρόνια ήταν εξαρτώμενα και αντιστρόφως ανάλογα με την ποσότητα που είχε καταναλώσει.

Μετά από ένα μεταμεσονύχτιο γερό μεθύσι προσφέρθηκα να την μεταφέρω στο διαράκι της. Την ξάπλωσα στο ανάκλιντρο και κοιμήθηκα στον καναπέ. Έκτοτε γίναμε φιλαράκια. Εκτίμησε ότι δεν την άγγιξα και της συμπεριφέρθηκα ανθρώπινα. Ελπίζω να μην θυμηθεί ποτέ γιατί ξύπνησε χωρίς κιλοτάκι.

Μοίραζε τα φύλλα με ιδιαίτερη μαεστρία. Έπαιζα πάντα με φιγούρα. Με θεωρούσαν τυχερό. Έκανα το κομμάτι μου και έβγαζα κάποιο κέρδος.

Εκείνο το μοιραίο βράδυ δεν εξελίχθηκε έτσι. Κατά τις 24,00 κάθισε κάποιος δεξιά μου. Συνέχιζα να παίζω ατάραχος ώσπου μια λάμψη μου απέσπασε την προσοχή. Ακούμπησε στο τραπέζι τον Cartier αναπτήρα. Κούνησε το χέρι και φάνηκε το Vacheron Constantin. Αυτή η γυναίκα με προκαλούσε. Διέθετε ότι εκτιμούσα σε ένα θηλυκό. Μουνί και χρήματα. Αν και το πρώτο δεν αποτέλεσε ποτέ απαραίτητη προϋπόθεση.

Άρχισα να ποντάρω στο φύλλο της. Σε λίγη ώρα το ερωτικό κάλεσμα βρήκε ανταπόκριση. Ξεκίνησε να στοιχηματίζει πάνω μου. Μάταια η Λώρα προσπαθούσε να σώσει την παρτίδα. Εγώ έχανα, η κυρία κέρδιζε και όσο πιο βαθιά έβαζα το χέρι στην τσέπη τόσο πιο προκλητική γίνονταν. Πήρε γενναιόδωρη ρουφηξιά έγειρε στο αυτί μου φύσηξε τον καπνό και αγγίζοντας τα χείλη της στον λοβό είπε:

- Αν κερδίσω σήμερα θα σε γαμήσω.

Σήκωσε το κεφάλι.

- Κάρτα παρακαλώ.

- 21 πάλι η κυρία.

Έβαλε το χέρι ανάμεσα στα πόδια μου.

Είναι απίστευτο πώς ερεθίζουν τα χρήματα μια γυναίκα!

Κέρδισε.

Οι αποταμιεύσεις των τελευταίων 3 μηνών είχαν κάνει φτερά. Μόνο 5 λίρες απέμειναν να θυμίζουν τις 15000 λίρες που είχα πρωτύτερα.

Παρήγγειλα Brandy και άραξα σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Άνεση πάνω από όλα.

Εξαργύρωσε μάρκες αξίας 15800 λιρών. Πολύ ακριβά πλήρωνα το γαμήσι αλλά τουλάχιστον είχα κάτι να περιμένω.

- Φεύγουμε;

- Γιατί όχι.

Έβαλα το παλτό και την βοήθησα να βάλει το δικό της. Στην έξοδο χαιρέτησα τον Bob και του έδωσα τις 5 λίρες. Με ευχαρίστησε κοίταξε πονηρά και έκλεισε το μάτι. Την είχε εγκρίνει.

Μια μαύρη μερσεντές μας περίμενε. Είχα μπει σε καλύτερα. Ένας σπυριάρης βγήκε από το αμάξι να μας υποδεχτεί.

- Ο φίλος μου George. Είσαι το δώρο μου γι αυτόν.

Την ψώνισα.

- Κυρία μου δεν έχασα τόσα χρήματα για να γαμήσω το εξώγαμο της Θάτσερ.

- Αγαπητέ εγώ πάλι δεν αντλώ καμία ευχαρίστηση από το ανδρικό μόριο.

Κοίταξα το ρολόι 04,00. Σχολούσε η Λώρα. Την περίμενα.

- Είσαι μαλάκας. Αλλά μην στεναχωριέσαι δεν τρέχει τίποτα.

Όλοι οι άντρες πρέπει να έχουν μια Λώρα.

Πήγαμε στο στέκι της. Ήπιε. Την κουβάλησα στο μικρό διάρι.

Κοιμήθηκε στον σοφά και εγώ στο ανάκλιντρο.

Την άλλη μέρα με ευχαρίστησε για την ευγενική στάση. Πάλι δεν φορούσε κιλοτάκι.

6

Επιτέλους έφτασα σπίτι. Η μυρωδιά μου έσπασε την μύτη. Σαπίλα και αλκοόλ. Πέταξα τα άδεια μπουκάλια από το κρεβάτι και κοιμήθηκα.

Άνοιξα τα μάτια, καιγόμουν. Έριξα κρύο νερό στα μούτρα Ξετρύπωσα ένα μπουκάλι whisky και κάθισα στο πάτωμα παραληρώντας από πυρετό.

Η Lady Godiva γυμνή πάνω σε άλογο με προσκαλεί σε παράτολμες περιπτύξεις. Ο Castro ξύνει την γενειάδα υψώνοντας με μεγαλοπρέπεια το μεσαίο δάχτυλο.

Επιλέγω να με συντροφέψει η Godiva. Ξεκαβαλικεύει πέφτει στα γόνατα και παρακαλάει την χρυσή βροχή μου να της μαστιγώσει το πρόσωπο.

Έκανα 2 μέρες να συνέλθω.

Ο πυρετός είχε υποχωρήσει. Σηκώθηκα Ήμουν και πάλι το ίδιο λιγδιασμένο κάθαρμα. Χωρίς αισθήματα, χωρίς σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πήρα το μπουκάλι το άδειασα μονορούφι και το τοπίο καθάρισε.

7
Ψάχνοντας στα συρτάρια για κάτι φαγώσιμο ανακάλυψα απολιθωμένα ψίχουλα, ξυράφι και ένα χαρτάκι.

Το ξεδίπλωσα, ένα τηλέφωνο.

Σχημάτισα τον αριθμό. Χτυπούσε. Το έκλεισα.

Ποιον έπαιρνα; Ήταν κάποιος που χρωστούσα; Τον γκαραζιέρη; Η μήπως κάποιο τρυφερό μουνάκι που φλέγονταν από πόθο;

Άξιζε το ρίσκο.

Γυναικεία φωνή. Ήρεμη και τραγουδιστή. Το ένστικτο μου δεν έκανε λάθος. Κόμπιασα.

- Κοίτα κούκλα βρήκα τον αριθμό σου…..

- Ποιος είναι;

- Εσύ ποια είσαι; Μην σπαταλάς τον χρόνο μου.

- Που είσαι βρε ψυχή; Χάθηκες. Σε σκεφτόμουν. Σε πήρα στην γιορτή σου αλλά το κινητό όπως πάντα κλειστό. Η αλήθεια είναι πως φέρθηκα άσχημα. Και συ όμως ενάμιση χρόνο ούτε μήνυμα. Ανησύχησα.

Ποια στον πούτσο ήταν; Το έριξα στην τρελίτσα.

- Και μένα γλύκα μου έλειψες.

- Δεν με κατάλαβες ε; Η Ειρήνη είμαι.

Ποια Ειρήνη από όλες; Λες;

Καστανές μπούκλες; Σώμα φιδίσιο. Φιλί δηλητήριο. Η καριόλα που έφυγε χωρίς να με πληρώσει στην Κέρκυρα.

Την είχα γνωρίσει σε ένα Ιατρικό συνέδριο στο ξενοδοχείο Χανδρής.

Φορούσε κόκκινο ταγιέρ που της πρόσθετε κιλά και σοβαροφάνεια. Ρουφούσε την σαγκριά σαν να ήταν η τελευταία σταγόνα στην έρημο..

Την πλησίασα. Συστήθηκα. Άναψα τσιγάρο και της πρόσφερα. Ευγενικά το παραμέρισε και έβγαλε από την τσάντα της.

- Δεν καπνίζω άλλη μάρκα.

- Να σας κεράσω κάτι;

- Εδώ είναι όλα free.

- Γι αυτό το προτείνω.

Με έκοψε εξονυχιστικά. Ανέκαθεν μου άρεσαν οι έξυπνες γυναίκες.

- Στο 215 σε 10 λεπτά.

- Όπως επιθυμείτε, κυρία μου.

Αποσύρθηκα διακριτικά και επέστρεψα στο μπαρ. Παρήγγειλα ένα διπλό.

Πρόσεξα την ώρα. Είχα αργήσει. Τελείωσα το ποτό και ανέβηκα.

Που σκατά είναι το 215 ρώτησα μια καμαριέρα.

- Στο βάθος δεξιά κύριε.

- Τι κάνεις το βράδυ;

Με κοίταξε και έφυγε.

Το βρήκα.

Μια φωνή ακούστηκε από το μπάνιο.

- Βολέψου. Βάλε ποτό. Πάγο έχει στο ψυγείο. Φτιάξε και σε μένα.

Τι λες μωρή, τι νομίζεις ότι είμαι, υπηρεσία δωματίου;

- Εντάξει, μωρό μου.

Περιηγήθηκα το χώρο και βγήκα στο γεμάτο γλάστρες μπαλκόνι. Μια γαρδένια μόλις άνθιζε. Μύριζε υπέροχα. Κατέβασα το φερμουάρ και πλησίασα απειλητικά. Πάντα ήθελα να καταστρέψω κάτι τόσο όμορφο.

Έβαλα ακόμα ένα..

Καλά τώρα το ξύριζε; Στα αρχίδια μου αυτή πλήρωνε. Ξάπλωσα και με πήρε ο ύπνος.

- Room service.

- Στο διάολο.

Είχε ξημερώσει, η Ειρήνη πουθενά. Παρακοιμήθηκα. Βγήκα στο μπαλκόνι και πήγα στο αγαπημένο μου σημείο. Στο κομοδίνο ένα γράμμα.

Έψαξα τον φάκελο χρήματα πουθενά.

- Έλα που είσαι;

- Έχουμε ανοιχτό λογαριασμό νομίζω.

ανατριχιαστικό κλάμα ακούστηκε στο βάθός της άλλης γραμμής.

- Τι ναι αυτό;

- Η Αθανασία. Απέκτησα παιδί. Τι λες να βρεθούμε; Έχουμε πολλά να πούμε.

Το έκλεισα, τα παιδιά με τρόμαζαν. Τόση αθωότητα και pampers! Αηδία.

8
Φουλάρω το ποτήρι. Συχνά πίσω από την πλάτη αισθάνομαι τα ειρωνικά σχόλια των καρφωμένων βλεμμάτων. Με πληγώνουν αλλά δεν με νοιάζει, έχει καταντήσει χόμπι.

Πρέπει να ξεχνάω. Πρέπει να πίνω.

Το πρώτο για την οικογένεια.

2- για τους φίλους.

3- για την μοναξιά μου.

4- για την λύπη μου.

5- για το χθες.

6- για το αύριο.

7- για τους πονοκεφάλους.

8- ξέχασα γιατί είναι το όγδοο.

9- για την πίστη.

10- για τα ΠΑΝΤΑ.

Είμαι τύφλα, μπορώ να αντιμετωπίσω όλα τα τέρατα, τους κρετίνους, τις γυναίκες ,την θάλασσα. την φωτιά. Έχοντας ξοφλήσει με την αγγαρεία της ζωής θέτω τους όρους στο παιχνίδι και αυτοανακηρύσσομαι ο αείρροος αδιαμφισβήτητος νικητής.

Μια φορά μόνο επέλεξα να συμμετάσχω σε ξένη παρτίδα και αυτή η κίνηση με έφερε πιο κοντά στην υπερβολή στην ακατανόητη ποίηση στην Κάθυ.

Δεν γούσταρε τα εσώρουχα έπινε περισσότερο και κάπνιζε τα πάντα. Δεν είχε αναστολές ούτε γονείς και φίλους. Ήταν το άλλο μου μισό.

Μια απογοητευτική βραδιά, δεν είχε βγει το μεροκάματο, δρασκέλιζα αναίτια στους έρημους δρόμους όταν από ένα σκοτεινό στενό ξεπρόβαλλαν μεθυσμένες φιγούρες νεαρών. Έστρεψα το βλέμμα προς τα εκεί. Η είσοδος ροκάδικου άνοιξε και ο αέρας πλούτισε με γνώριμο τραγούδι

I am a passenger and I ………………….

Κάθισα στο μπαρ. Για μια στιγμή ήμουν και πάλι 18. Στην άλλη άκρη μια τύπισσα κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι εντελώς αντίθετα από την μουσική. Καρφώθηκα. Με τσάκωσε.

Ήρθε και ακούμπησε τον αγκώνα της δίπλα στην μπίρα μου. Άπλωσε το χέρι και περίτεχνα τράβηξε το τσιγάρο από τα χείλη μου. Πήρε τον καπνό βαθιά σε όλο της το είναι και μου τον χάρισε χαριτωμένα στα μούτρα.

- Σε ξέρω. Είσαι ο μαλάκάς που την πέφτει σε γριές.

Δεν είπα κουβέντα.

- Σε έχω τρακάρει στο Casino. Αλήθεια, δεν γουστάρεις να γαμήσεις μια γυναίκα με απαλή επιδερμίδα;

Άρπαξε το δάχτυλο μου και το βούτηξε στην βότκα της. Με αργές σχεδόν νωχελικές κινήσεις το κατεύθυνε κάτω από την φούστα . Το έτριψε στο αιδοίο. Έκλεισα τα μάτια. Ήταν απίστευτο. Το τράβηξε απότομα και το έγλειψε με την μυτερή γλωσσίτσα της. Καύλωσα.

Έβαλε τα γέλια και έτρεξε στην πίστα.

Δεν είχα δει πιο αισθησιακό χορό. Μέχρι και ο χρόνος σταμάτησε για να την χαζέψει.

Όλοι την είχαμε πάρει παρτούζα. Ο καθένας με την σειρά και μετά όλοι μαζί άγρια.

Μου έκανε νεύμα. Δεν χόρευα ποτέ.

Ο μπάρμαν προσπάθησε να με προφυλάξει.

- Πρόσεχε. Παίζεις με την φωτιά

Βρέθηκα να λικνίζομαι. Την χούφτωνα με αναίδεια. Εξερευνούσα το κορμί της με όλα τα μέσα που διέθετα.

Κάποιος με σκουντάει.

- Φίλε, το μαγαζί έκλεισε. Έχουμε και σπίτια.

Κάτω από ένα τραπέζι βρήκα το σακάκι.

Με πήρε από το χέρι και φύγαμε.

Στον νεροχύτη, στο πλυντήριο, στον κήπο του γείτονα στα πιο απίθανα μέρη και σε όλες τις στάσεις.

Ήμουν εξαντλητικά ολοκληρωμένος. Την είχα αγκαλιά και κάπνιζα. Δεν είχα αλλά υγρά.

- Μωρό, μου πρέπει να φύγεις σε 2 ώρες έχω ραντεβού.

- Και εγώ έχω δουλειά.

Μαλακία αλλά κάτι έπρεπε να πω.

Ντύθηκα και πήγα προς την πόρτα.

- Άφησε 50 λίρες στο τραπεζάκι. Οκ;

- Burdon moi;;;;;;;;;;

- Το γαμήσι δώρο του καταστήματος αυτή τη φορά. Τα ποτά χρεώνονται.

Την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Στο πορτοφόλι δεν υπήρχε μία.

- Δεν έχω φράγκο. Θα στα δώσω το βράδυ.

- Κάνεις δεν φεύγει χωρίς να πληρώσει.

Χαμογέλασε.

Όπως ήταν ξαπλωμένη άνοιξε τα πόδια, πήρε το μισοάδειο ποτήρι με την βότκα και το έγειρε στο ύψος του στήθους. Ένας τρελό ταξίδι απαράμιλλης ηδονής ξεκίνησε. Οι σταγόνες διαγωνίζονταν ποια θα δροσίσει πρώτη το ροδαλό μουνάκι. Πάνω από την ερεθισμένη και προεταταμένη ρώγα στην σφιχτή κοιλίτσα και από εκεί στο tattoo της μαύρης πριγκίπισσας λίγο πάνω από τις φρεσκοξυρισμένες τρίχες του εφηβαίου.

- Γλείψε με.

Υπέκυψα.

Από εκείνη την στιγμή και έπειτα αποβιβάστηκα από το τρένο της ζωής και απλά ακολουθούσα. Τέρμα οι κυρίες, τα ακριβά δώρα και τα ψεύτικα αισθήματα. Αφέθηκα στα χέρια της. Δεν υπήρχε σωστό η λάθος μόνο ατελείωτες νύχτες. Φτηνό αλκοόλ, φτηνά τσιγάρα. Βυθισμένοι στον ζοφερό υπόκόσμο της σαρκικής απόλαυσης έξω από τα όρια της λογικής και πέρα από τα σύνορα της φαντασίας.

Μάλλον ερωτεύτηκα.

Η μικρή γειτονιά δεν χωρούσε τα όνειρα μας. Πήραμε την πρώτη πρωινή πτήση για Rotterdam. Έπαιζα εκτός έδρας χωρίς ασφάλεια έτοιμος να γκρεμιστώ. Από σκληρό αντράκι είχα μετατραπεί σε ερωτευμένο έφηβο πιστεύοντας ότι ο έρωτας είναι παντοτινός.

Βρήκα δουλειά. Η Κάθυ δεν είχε δουλέψει ποτέ. Δεν έβγαζα πολλά αλλά επιβιώναμε. Αλλάξαμε όμως. Ούτε εγώ ήμουν ο μυστήριος γεμάτος γοητεία τύπος ούτε αυτή η αινιγματική πανέμορφη γκόμενα.

Έπλενε ρούχα, έχεζε και διάβαζε περιοδικά.

Ένα πρωί φεύγοντας για το μαγαζί είπε προστακτικά :

- Άσε χρήματα να ψωνίσω.

- Δεν έχω.

- Καλά δεν πειράζει.

Όταν επέστρεψα έλείπαν τα ρούχα της έλλειπε και αυτή.

Άνοιξα ένα μπουκάλι και έκατσα στο πάτωμα. Ήμουν ελεύθερος. Παραμύθια δεν με έπειθα.

Έκλαιγα με αναφιλητά.

- Θεέ, μη παίρνεις το μωρό μου. Δεν έχω τίποτα άλλο. Μια ζωή πούστικα φέρθηκες. Γιατί πάλι; Ρε μαλάκα μιλάω κατέβα αν σου βαστάει. Δεν απαντάς ε; Oκ. Θα έρθω εγώ να σε βρω.

Όρμημα έξω. Σκουντούσα και έβριζα το πλήθος δεν ήταν πουθενά. Φοβήθηκε και κρύφτηκε. Σε ένα σοκάκι άστεγος ξαπλωμένος δίπλα στα σκουπίδια έπινε. Το άδειο του βλέμμα και το οργισμένο δικό μου, ενώθηκαν.

Ήξερε.

Τον άρπαξα από τον γιακά.

- Ξέρεις που είναι ο Θεός; Μίλαααα.

Σήκωσε το χέρι και σημάδεψε ένα μπαρ στην απέναντι άκρη του δρόμου.

Έσφιξα τις γροθιές . Από όταν ήμουν στην κοιλιά της μάνας μου αδημονούσα για αυτή την συνάντηση.

Άναψα τσιγάρο μπορεί να ήταν το τελευταίο. Κοντοστάθηκα, το πέταξα στα βρομόνερα, έβγαλα το μπουφάν και το άφησα να γλιστρήσει κατάχαμα. Τρία βήματα με χώριζαν από την αλήθεια.

Τα έκανα.

Βρέθηκα πεσμένος στον δρόμο. Η μύτη μου υγρή, γαργαλούσε.

Ο Θεός είχε πάρει την μορφή θηριώδους δίμετρου αράπη μπράβου και στέκονταν από πάνω μου φουσκώνοντας τα μπράτσα με περίσσια περηφάνια. Δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν αποφασισμένος.

Τον κλώτσησα στα αρχίδια τον γράπωσα και άρχισα να τον δαγκώνω στο λαιμό. Τσίριζε. Αλλά δεν ήταν τίμιος, ποτέ δεν ήταν, κάλεσε βοήθεια. Ένας Ολλανδός, τρία πατώματα ψηλός, και ένας Κινέζος με κοτσίδα εμφανίστηκαν από το πουθενά.

Βρέθηκα στο έδαφος. Ο αράπης κρατούσε τον λαιμό το άσπρο του πουκάμισο είχε βαφτεί κόκκινο.

Μαζεύτηκε κοινό και με επευφημούσε. Εκατομμύρια κόσμου. Όλοι έκπτωτοι και απόκληροι. Δυστυχισμένοι, γέροι, ανάπηροι, προδομένοι, ορφανοί, gay, πόρνες, τραβέλια φώναζαν ρυθμικά το όνομα μου. Έδινα την μάχη για όλους δεν είχα δικαίωμα να εγκαταλείψω.

Σκούπισα τα αίματα και στάθηκα στα πόδια. Αποχωρίστηκα το σώμα , το παράτησα κάπου στον χρόνο και πάλευα με την ψυχή μου. Όσο πάλευα τόσο μάτωνε. Δεν με ένοιαζε. Δεν ένιωθα πόνο μόνο μίσος.

Ξάφνου τα πάντα σκοτείνιασαν. Ο πούστης νέγρος ενώ χόρευα με τους άλλους δύο, με χτύπησε πισώπλατα.

Το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Σιγά σιγά επέστρεφαν στα ανήλιαγα υπόγεια της ψυχής τους και κλείδωναν την πόρτα. Σε λίγη ώρα δεν έμεινε κανείς.

Μπάσταρδοι.

Κάποιος μου έβαλε ένα φλασκί στο στόμα.

Ο τύπος με το άδειο βλέμμα χαμογέλασε..

- Απ’ ότι βλέπω βρήκες αυτόν που έψαχνες.

Πήγα να του απαντήσω αλλά είχε προλάβει να εξαφανιστεί.

Το μυαλό καμία φορά παίζει περίεργα παιχνίδια.

Έβαλα το φλασκί στην κωλοτσέπη και επέστρεψα σπίτι ταπεινωμένος.

Η Κάθυ δεν ήταν εκεί. Ποιος την γαμάει σκέφτηκα και μάζεψα τα πράγματα. Είχα χάσει μια μάχη αλλά όχι και τον πόλεμο. Θα τον αντιμετώπιζα λοιπόν σε γνώριμο έδαφος, στην Ελλάδα.

9
Η χαρούμενη σονάτα μιας μύγας που προσγειώνεται στο ποτήρι ρυθμίζει τα εγκεφαλικά κύτταρα στο σήμερα .

Την παρατηρώ καθώς ενώνει τα πόδια χειροκροτώντας το κατόρθωμα της. Την ρίχνω μέσα. Αγωνίζεται με πάθος να κρατηθεί. Να πάρει ανάσα. Κουνάω το ποτήρι. Το τέλος.

Κείτεται στην επιφάνεια. Άψυχο σώμα απαλλαγμένο από χαρά και δυστυχία.

Τραγουδάω τον πόνο των τελευταίων στιγμών.

Τιμάω τον άδικο χαμό της. .

Σφίγγω το ποτήρι. Διάσπαρτα θρύψαλα στο πάτωμα, σφηνωμένα στην παλάμη.

Χορεύω ξυπόλητος.

Το πιο ωραίο ζωντανό αληθινό ζεστό κόκκινο διακρίνεται παντού. Δεν είναι αρκετό. Χρειάζομαι και άλλο για να ολοκληρώσω την εικόνα, τον πίνακα, την ζωγραφιά της θλίψης.

Ανοίγω το συρτάρι της κουζίνας. Τραβάω ένα μαχαίρι. Δειλιάζω. Τηλέφωνο.

- Εμπρός.

- Ο Γιώργος από το συνεργείο είμαι. Έτοιμο το αμάξι.

- Πόσο στοίχισε;

Η αγωνία διάχυτη.

- Ένα χιλιάρικο.

Σιωπή. Κλέφτη. Τσόγλανε.

- Εντάξει, φίλε, θα έρθω να το πάρω.

Γάμησε με. Πονάω. Κοιτάζω τα ξεσκισμένα άκρα και τα σκόρπια άλικα αποτυπώματα. Το αίμα χάνει το χρώμα του.

Η μύγα προσεδαφίζεται στο ξεραμένο αίμα τρίβοντας από ικανοποίηση τα χέρια.

Ρουφιάνα, κέρδισες. Πετάει, πιρουέτες. Τα μάτια γυρίζουν.

Η αυλαία πέφτει.

10
Ένας λόφος. Τον ανεβαίνω. Βιολέτες και ανεμώνες. Ξενοδοχείο με καταπράσινο κήπο και πελώρια δέντρα διακρίνεται αχνά στην κορυφή. Φωνές και παιχνιδίσματα. Ο ήλιος καίει την σάρκα . Βγάζω τα ρούχα και σκαρφαλώνω. Διασχίζω ρυάκια με γάργαρα νερά. Μια συκιά. Κόβω ένα φύλλο και καλύπτω την γύμνια. Μία λίμνη. Σκύβω να δροσιστώ. Καθρεφτίζομαι. Είμαι πανέμορφος σχεδόν αγνός.

Μια ξύλινη πόρτα ακουμπάει τον ουρανό. Κροτάλισμα μου αποσπά την προσοχή. Κουλουριασμένη νάγια με μήλο στο στόμα καλύπτει μια πινακίδα. Δαγκώνω το μήλο και εκσφενδονίζω το φίδι μακριά. .

‘’Δεν είσαι ευπρόσδεκτος’’.

Το φύλλο πέφτει φανερώνοντας το καυλωμένο πέος. Βρίσκω την κλειδαρότρυπα και βάζω τον τεντωμένο φαλλό στην εσοχή.

Γαμάω τις πύλες του παραδείσου!

Έρχομαι σε οργασμό. Φτύνω κατουράω και κατηφορίζω από την άλλη πλευρά του λόφου.

Κρύο. Η αθέατη πλευρά της σελήνης. Παγώνω, το δέρμα τσιτώνεται. Στους πρόποδες μια πανσιόν. Από τα παράθυρα χοροπηδάνε φλόγες . Οσμή τηγανητού μπέικον με ωθεί να επιταχύνω.. Τα τραπέζια γεμάτα. Σκατόφατσες πληγωμένες πυορροούν. Μια μάνα δέρνει το παιδί της, μολυσμένος σκελετός κάνει γλειφομούνι σε 60χρονη παρθένα, η Κάθυ τσιμπάει ναζιάρικα τις ρώγες της και ο πατέρας μου βαράει μαλακία.

Έχουμε απαρτία. Κάνω νόημα στο σερβιτόρο.

- Φίλε, ένα διπλό και φώναξε το αφεντικό.

- Δεν είναι εδώ.

- Αν δεν γουστάρεις να στο κάνω καλοκαιρινό ειδοποίησε ότι τον γυρεύω. .

Ο Διάολος βλοσυρός, σκάει μύτη από το βάθος του μαγαζιού. Μπορώ και μυρίζω την αναπνοή του. Σαπίλα και ξερατό.

- Εσύ είσαι το αφεντικό;

- Τι γυρεύεις;

- Δουλειά.

- Δεν έχω κάτι για σένα.

- Δεν κατάλαβες. Την δική σου θέση θέλω.

Γελάει

- Φίλε, τρέχα τώρα που μπορείς.

Τραβάω τα κέρατα ουρλιάζοντας.

- Θα στα ξεριζώσω, ρε καθίκι, θα στα χώσω στον κώλο. Θα…..

11

Τραντάζομαι ολόκληρος. Ο ήχος του κομπρεσέρ από τις εργασίες στο διπλανό διαμέρισμα διεγείρει την φαιά ουσία που πλημμυρίζει τους νευρώνες.

Ανοίγω τα μάτια. Ψάχνω τα κέρατα πουθενά. Την γλίτωσε.

Μετράω τα τραύματα. Τα καθαρίζω. Χτενίζομαι.

Σε λίγες ώρες θα έχω πάλι αμάξι. Μου έλειψε.

Επιβιβάζομαι στο λεωφορείο και αναχωρώ για Κοζάνη.

Κοιτάζω από το παράθυρο. Λιακάδα. Τραβάω το κουρτινάκι. Το φως μου την σπάει. Όλα φαίνονται. Η φτώχια, τα νεύρα ακόμα και η ανυπαρξία.

Πότε θα τελειώσει το μαρτύριο;

Θυμάμαι μικρό παιδί ακόμα την μάνα μου στο μπαλκόνι. Άπλωνε ρούχα την ώρα που φορώντας ένα βρακάκι έπαιζα ανέμελος. Έπρεπε να ντυθώ για το σχολείο. Τα λιγοστά ρούχα στέγνωναν. Μου έβαλε μια φαρδιά μπλούζα ψάχνοντας ταυτόχρονα για παντελόνι. Δεν βρήκε. Δεν θα πήγαινα σχολείο. Τι χαρά. Λάθος. Από την ντουλάπα της αδερφής μου διάλεξε ένα χοντρό κόκκινο καλσόν. Έκλαιγα με λυγμούς. Αντιστεκόμουν. Μάταια, ήταν ψηλότερη. Με έδειρε και με πέταξε στον δρόμο.

- Μην τολμήσεις και δεν πάς.

Δεν μπορούσα να κρυφτώ. Έτρεμα από ντροπή. Έσκυψα το κεφάλι και προχώρησα. Μέσα από τα ξανθά μαλλάκια διέκρινα πονηρά σκουντήματα και σαρδόνια χαμόγελα. Ήθελα να πεθάνω.

Σβήστε το γαμημένο φως.

Μπήκα στην αυλή. Χαχανητά.

Δυο αγοράκια τεράστια 1,30 το καθένα με τεράστιες πλάτες πλησίασαν.

Μουνόπανο 1 - Αδελφούλα, τι χρώμα κιλοτάκι

φοράς;

Μουνόπανο 2 - Εγώ λέω ότι δεν έχει τσουτσούνι.

Να του βγάλουμε το καλσόν.

Γλυκό σκοτάδι με τύλιξε στο πέπλο του. Δεν υπήρχε κανείς.

Με έριξαν κάτω. Έσκισαν το καλσόν. Τα κοριτσάκια χλεύαζαν γυρνώντας δήθεν το κεφάλι. .

Ο δάσκαλος μου μιλούσε με μια νεαρή δασκάλα.

- Καλά δεν ντράπηκε να έρθει έτσι;

Τι λες ρε μαλάκα. Τι κάνεις; Χρειάζομαι βοήθεια γαμώ την μάνα σου. Δεν είμαι περίεργος φτωχός είμαι. Από πότε η φτώχια έγινε ντροπή;

12

Στάση Βέροια. Κρύβομαι σε σκιά. Εδώ είναι καλύτερα. Γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν πάντα να σου κολλήσουν ταμπέλα; Να σε κάνουν να νιώσεις κατώτερος; Να σου στερήσουν την αξιοπρέπεια;

Σβήνω το τσιγάρο. Φεύγουμε. Περνάμε μέσα από βουνό. Ο ήλιος χάνεται. Τραβάω το κουρτινάκι. Μπορώ να απολαύσω την φύση. Οι υπόλοιποι έχουν αρχίσει να γέρνουν προσπαθώντας να κοιμηθούν. Φοβούνται το μουντό τοπίο. Τους θυμίζει την γκρίζα τους ζωή. Μόνο κάποιος που δεν φοβάται μπορεί να αντιμετωπίσει την μούχλα, την ψυχική του σήψη.

Τα δέντρα ποζάρουν γυμνά, απλώνοντας απαξιωτικά τα κλαδιά. Ντυμένο σαν νυφούλα το βουνό περιμένει το τυχερό του.

Τόσο γλυκό και απαλό λευκό, κάπου το έχω ξαναδεί. Σάσα. Την γνώρισα καλοκαίρι σε μπαράκι. Σκούρη στα χρώματα με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια.. Με την πρώτη ματιά γοητεύτηκα. Κουνιόνταν. Πάνω στο λευκό στενό φόρεμα διαγράφονταν οι πολυτελείς αντιθέσεις της. Ηδονή. Έκανα το πρώτο βήμα την κέρασα. Σήκωσε το ποτήρι, χαιρέτησε και με έγραψε. 1000 δραχμές λιγότερες την παράτησα. Δεν της άρεσε.

- Δεν κάνουν έτσι. Αν έχεις να πεις κάτι πες το.

- Γουστάρεις να παίζεις με τα αγοράκια. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

- Είσαι ευθύς. Μου αρέσει.

- Και πάντα πρόθυμος.

Βγαίναμε συχνά. Γούσταρε χλιδή. Ήθελε να τακτοποιηθεί. Βρήκε έναν μαλάκα και τον άρμεγε. Ήμασταν μια χαρούμενη παρέα. Διασκεδάζαμε με τα χρήματα του. Ονειρική ζωή. Ένα βράδυ βρεθήκαμε πολύ κοντά. Σχεδόν ένιωσα την μήτρα της.

Αυτή η γυναίκα μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε σου φαντασίωση. Πηδιόταν και με τους δύο με την ίδια ευχέρεια. Άφηνε την εύρωστη αγκαλιά και έτρεχε να χωθεί στο πάπλωμα μου.

Το διπλό παιχνίδι δεν της βγήκε σε καλό, έμεινε έγκυος. Δίλημμα. Ποιος ήταν ο πατέρας; Ένας περίεργος φτωχός σχιζοφρενής η ένα πλούσιο ψώνιο; Αποφάσισε. Με απέρριψε. Τι δυστυχία! Γέννησε ένα αγοράκι. Δεν την παντρεύτηκε ποτέ.

Άρχισε τα ψεύτικα ταξίδια. Για να τα εξασφαλίσει πρόσφερε έρωτα με τιμοκατάλογο. 10 το απλό 15 το ενισχυμένο 30 με βίτσια. Τα δοκίμασα όλα. Δεν ήταν πια όμορφη.

Παραμονή κάποιου Πάσχα κανονίσαμε να περάσω μετά το δείπνο από την γκαρσονιέρα της. Όντως 00,30 πήγα . Ξεδίπλωσε μια εφημερίδα με μαύρο. Έστριψε το χόρτο και μου πρόσφερε. Μάλλον με πήδηξε δεν θυμάμαι. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Με άφησε απέναντι από το σπίτι μου.

Γάτες με ιλιγγιώδη ταχύτητα διέσχιζαν τον δρόμο. Φρεναρίσματα.

- Καλά είσαι μαλάκας;

Μόνο γάτες έβλεπα. Εκατοντάδες γατάκια, παρδαλά, μαύρα όλα τα είδη. Ένα μου άρεσε ιδιαίτερα. Ψιψίνα έλα μου βρε, θα σε πατήσουν. Κι άλλα φρεναρίσματα. Έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν μπορούσα να παρουσιαστώ σε αυτό το χάλι . Όλο το σοι καλεσμένο κάποιος θα το μυρίζονταν.

Κατέβηκα στο υπόγειο και έκατσα στα σκαλιά.

Φασαρία στον τέταρτο. Για στάσου εκεί μένω. Έστησα αυτί. Η μάνα τσακώνονταν με την γιαγιά.

- Κωλόγρια μην ξαναπατήσεις εδώ.

Άκουσα το ασανσέρ. Ήταν η κατάλληλη στιγμή. Θα πεταγόμουν αιφνιδιαστικά και θα καληνύχτιζα. Μες την αναμπουμπούλα δεν θα καταλάβαινε κανείς την διαφορά.

Ανέβηκα δύο δυο τα σκαλιά. Τι στο καλό. Μάλλον άργησα. Ξεκλείδωσα δειλά. Κλειστά τα φώτα. Ροχαλητά. Δεν πάμε καλά. Έβγαλα αθόρυβα τα παπούτσια. Είδα την ώρα, 03,30.

- Καλημέρα μάνα. Μαλώματα είχαμε χθες.

- Όχι δεν έγινε κάτι

- Έλα τώρα. σας άκουσα.

- Τι άκουσες;

- Καλά ρε μάνα θα μας τρελάνεις. Κατά τις 03,00 δεν μάλωνες με την γιαγιά;

- Τι λες αγόρι μου. Η γιαγιά σου έφυγε λίγο μετά από σένα.

Κάγκελο. Δεν ξανακάπνησα ποτέ ουσίες. Με χαλάνε.

13
Κοζάνη. Τουλάχιστον έτσι έγραφε η ταμπέλα. Βρέχει. Η καλύτερη μου. Οι πιτσιρικάδες ανοίγουν το στόμα καταπίνοντας με βουλιμία τζάμπα βρώμα. Οι κυρίες, όσες δεν έχουν ομπρέλες, καταριούνται την τύχη για την λάθος μέρα που διάλεξαν να επισκεφτούν το κομμωτήριο. Όσες έχουν ομπρέλες πράγμα που μαρτυρά το φριχτό τους γούστο περπατάνε κάτω από τις στέγες. Δημόσιος κίνδυνος. Με την πρώτη ευκαιρία είναι έτοιμες, στην καλύτερη περίπτωση, να σου βγάλουν το μάτι. Τις αποφεύγω.

Λες να μείνω για πάντα Κοζάνη; Βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου. Αν η πρώτη γυναίκα που συναντήσω έχει ωραία καπούλια, του γούστου μου, θα μείνω. Δεν συναντάω καμία. Προσπαθώ να την φανταστώ. Εφιάλτης. Κοντή χοντρή με ανίατη ασθένεια γεμάτη μουνόψειρες κρατάει πράσινη ομπρέλα. Άστο καλύτερα.

Περπατάω στο πεζοδρόμιο προσέχοντας μην πατήσω τους αρμούς. Τα καταφέρνω μια χαρά. Επιδεικνύω καταπληκτική ισορροπία, τεχνική που θα ζήλευε και η εθνική ανσάμπλ.

Πρέπει να βρω δουλειά ανάλογη με τα προσόντα μου, τέτοιο ταλέντο δεν πρέπει να πάει χαμένο.

Ένα φαντεζί αυτοκίνητο με κάνει λούτσα. Τα φθαρμένα ρούχα, πάνω από 3 μήνες άπλυτα, θέλουν πλέον πέταμα. Βλέπω μια καφετέρια, μπαίνω να στεγνώσω.

Δεκάδες βλέμματα με καρφώνουν. Αν φώναζα ληστεία, θα τα είχα κονομήσει. Όλοι περιμένουν την επόμενη κίνηση .

- 3 σφηνάκια κονιάκ.

Επιφωνήματα ανακούφισης. Επιστρέφουν στις καθόλα ενδιαφέρουσες συζητήσεις τους . Για την σοδειά που καταστράφηκε λόγω παγετού, την ρύπανση της ατμόσφαιρας που προκαλούν τα φουγάρα, για την γυναίκα κάποιου Μακρόπουλου, που όταν έμαθε ότι ο Μακρόπουλος την απατά τα έφτιαξε με τον καλύτερο φίλο του τον σκύλο τους τον Jack.

- έτοιμος.

Τα σφηνάκια αραδιάζονται όπως άμαχος πληθυσμός στην γκιλοτίνα δημίου.

Τα εκτελώ. Χτυπάει το τηλέφωνο.

- Παρακαλώ.

- Η Θάλεια είμαι που είσαι;

- Κοζάνη. Ήρθα να πάρω το αμάξι και φεύγω.

- Δεν θα με έπαιρνες τηλέφωνο;

- Όχι.

- Δεν θέλεις να συναντηθούμε για ένα αποχαιρετιστήριο;

Θυμήθηκα τις μουνόψειρες.

- Όχι.

Πλήρωσα και βγήκα στον δρόμο. Η βροχή είχε κοπάσει. Κρύο. Ανασκουμπώθηκα.

Στο συνεργείο παρατήρησα ότι τα επισκευασμένα λόγω έλλειψης χώρου τα άφηναν έξω από την μάντρα. Έκανα παζάρια, ανώφελο. Δικαιολογήθηκα τάχα ότι την επομένη θα είχα τα χρήματα Επέστρεψα αργά το βράδυ. Ένα αδέσποτο σκυλί αλυχτούσε. Με το δεύτερο κλειδί έβαλα μπρος και πήρα τον δρόμο της επιστροφής.

14

Χιλιάδες μικροί Ινδιάνοι πετάνε τα βέλη τους στοχεύοντας το κεφάλι μου. Μερικά το πετυχαίνουν. Αδύνατον να συγκεντρωθώ χωρίς να σκέφτομαι απολύτως τίποτα. Πονοκέφαλος, ημικρανία και εγώ υποχρεωμένος να οδηγώ χωρίς να ξέρω γιατί επιστρέφω. Δεν με περιμένει τίποτα.

Μια νταλίκα και τέσσερα συμβατικά αυτοκίνητα δίπλα σε αυθαίρετο, κατά πάσα πιθανότητα, οίκημα ασκούν πάνω μου ακατανίκητη έλξη. Κόβω και παρκάρω πίσω από την νταλίκα.

Casablanca. Θα προτιμούσα να έγραφε casa di pizza, αλλά δε γαμείς. Ανατριχιαστικός ήχος έλξης σκουριασμένης λαμαρίνας. Ξύλινοι μελωδοί αναγγέλλουν την άφιξη μου. Συγχρονισμένα κόκκινα φώτα πάνω από δύο κακόγουστα κινέζικα παραβάν.

Μια χοντροκόλα με θεόστενο κιμονό και αποκρουστικές δίπλες σπεύδει να με υποδεχτεί .

- Μόλις μπήκαν τα κορίτσια. Να κεράσουμε όσο περιμένεις;

- Ένα διπλό σκέτο.

- Ορίστε παλικάρι.

- Να σαι καλά.

- Περαστικός από τα μέρη μας;

- Πες το και έτσι.

Το κιμονό έχει ανοίξει ελαφρά και χύνεται στα πόδια . Μια τούφα άπλυτες μαύρες τρίχες κρύβουν το πιο σκούρο και ταλαιπωρημένο αιδοίο που έχω συναντήσει.

Το χέρι της αγγίζει το μηρό μου. Αναστενάζει. Ο τρομοκρατημένος πούτσος τρέχει να κρυφτεί στα κωλομέρια.

- Τι λες να την βρούμε οι δυο μας; Τώρα αμέσως, αυτή τη στιγμή.

- Δεν πιστεύω στην στιγμή.

- Σε τι πιστεύεις;

- Σε τίποτα.

- Δε με γουστάρεις;

- Όχι.

Ένα λαμπάκι έγινε πράσινο. Ευτυχώς. Η μαντάμ τραβιέται. Ένας τύπος σηκώνει το φερμουάρ. Δείχνει ευχαριστημένος.

Σε λίγο θα εμφανιστεί η μικρή πρόστυχη πεταλούδα. Φτιάχνομαι. Δυο πόδια. Δυο χέρια. Μια κόκκινη λυμένη ζαρτιέρα.

Κυτταρίτιδα παντού. Κυτταρίτιδα στο μάτι. Ραγάδες στο στήθος μαρτυρούν χιλιάδες αποτυχημένες δίαιτες.

- Σειρά σου.

Έλεος

Το σανίδωσα. Ξέφυγα. Μαλακίες τέλος.

15

Είμαι και πάλι στο πουθενά. Στην Θεσσαλονίκη. Το κινητό έχει ώρες να χτυπήσει. Είναι και αυτό ένας μικρός θάνατος. Οι ελπίδες επιβίωσης αυτή την φορά είναι πραγματικά λιγοστές. Μήπως ήρθε ο καιρός να σηκωθώ από το τραπέζι; Να εγκαταλείψω την παρτίδα με όση αξιοπρέπεια έχει απομείνει; Δεν έχω εγκαταλείψει ποτέ. Πώς γίνεται;

20 Ευρώ. Ακόμα και να βρω δουλειά που προς το παρόν δεν με ενδιαφέρει θα πληρωθώ μετά από έναν μήνα. Πρέπει να περάσω με αυτά τα χρήματα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Πάω στο σούπερ μάρκετ. Τουλάχιστον θα γεμίσω το ψυγείο. Ένα τζόνι και μερικές μπύρες θα με συντηρήσουν κάνα δυο μέρες.

Κάθομαι στο τραπέζι. Απλωμένα μπροστά μου 64 τετράγωνα. Απέναντι μου ο Κώστας. Ο φοιτητής της διπλανής πόρτας. Ενθουσιώδης νέος με μια πολύ άσχημη ξεπλυμένη γκόμενα. Αυτός ήταν πιο άσχημος. Είχαμε συναντηθεί κάνα δυο φορές στην είσοδο της πολυκατοικίας. Συμμεριζόμασταν το ίδιο πάθος, το σκάκι. Με προκάλεσε. Αποδέχτηκα.

Είχε διδαχτεί τις γενικές αρχές που το διέπουν από Ρώσο δάσκαλο. Ήξερε όλα τα ανοίγματα με το όνομα τους. Ενίοτε έπαιζε και σε διάφορα τουρνουά. Οι σπουδές του δεν επέτρεψαν να ασχοληθεί επαγγελματικά και αυτό ήταν φανερό πως τον ενοχλούσε.

Γέμισα το ποτήρι. Δεν του πρόσφερα. Ντράπηκε να ζητήσει. Τόσο το χειρότερο για αυτόν.

Καυχιόταν για τα κατορθώματα του. Κέρδισα τότε αυτόν, τότε εκείνον.

Βαριόμουν αφόρητα. Έπινα και παρατηρούσα μια κατσαρίδα που έπαιζε με το παπούτσι μου.

- Ξεκινάμε ;

Έπιασα ένα τυχαίο πιόνι και έκανα την πρώτη κίνηση.

Φάνηκε απορημένος. Πήγε να μιλήσει, με ψυχρό βλέμμα τον αποστόμωσα.

3 λεπτά κράτησε η παρτίδα. Είδα τον Βασιλιά να παραδίνεται άνευ όρων σε τέσσερις κινήσεις.

Ένα μαλακισμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.

Ξαναστήσαμε τα κομμάτια.

Αυτή την φορά χρειάστηκε 12 λεπτά. .

Υπερηφανευόταν.

Πάτησα την κατσαρίδα και σκούπισα το παπούτσι στο χαλί. Αποστροφή και αηδία διαδέχτηκαν το μαλακισμένο χαμόγελο.

- Εγώ να πηγαίνω.

- Όχι ακόμα φίλε. Ας παίξουμε ένα τελευταίο.

- Δεν έχει νόημα. Είμαι κλάσεις ανώτερος.

- Τι λες να το κάνουμε ενδιαφέρον;

- Έχεις κάτι υπόψη σου;

- Να βάλουμε στοίχημα.

- Τι στοίχημα;

- Αν κερδίσεις θα σου δώσω το ρολόι μου.

- Και αν χάσω;

- Εγώ δεν αντλώ καμία ευχαρίστηση από τα υλικά αγαθά.

- Και τι θέλεις;

- Να σου σπάσω ένα δάχτυλο.

- Είσαι τρελός. Φεύγω.

Κούνησα το ρολόι στο φως. Τα 2000 ευρώ φεγγοβολούσαν. Κοντοστάθηκε να το χαζέψει. Ξαναέστησε στα γρήγορα τα πιόνια.

Μια σειρά από ασυνάρτητες κινήσεις τον έκαναν να αναθαρρήσει. Νόμιζε ότι ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού. Σκεφτόταν το ρολόι στο χέρι του. Το ενεχυροδανειστήριο. Γλυκιές και απατηλές σκέψεις.

Έριξε μια ματιά στην σκακιέρα. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Οι ανόητες κινήσεις άρχισαν να αποκτούν νόημα. Όλα μέρος ενός μεγαλοφυούς σχεδίου. Άρχισε να αισθάνεται τον πόνο.

- Μα δεν έχει λογική. Πώς έγινε αυτό;

- Η λογική είναι η ασφαλέστερη μέθοδος να βγάλεις λάθος συμπεράσματα με αυτοπεποίθηση. Και εσύ έχεις πολύ από αυτή.

Εκνευρισμένος πέταξε τα πιόνια στο πάτωμα.

- Αρχίδι με κορόιδεψες. Την κάνω.

- Πρώτα θα πληρώσεις σαν άντρας και μετά στα τσακίδια μπάσταρδο.

Πιαστήκαμε στα χέρια. Πέσαμε. Κυλιστήκαμε. Με μια λαβή του γύρισα τον αγκώνα. Κρακκκκκκκκ. Ουρλιαχτά. Μουσική. Η Κάλλας στον χώρο μου εχέμυθα. Τον πήγα στο μπάνιο. Έβαλα το δάχτυλο του κάτω από την βρύση. Ο πόνος τον είχε ομορφύνει. Σχεδόν καύλωσα.

Κουδούνι.

Μια λευκή θολή εικόνα γεμάτη φακίδες και εξανθήματα. Το ανεκπλήρωτο όνειρο του Πικάσο. Μιλούσε κιόλας.

- Τι γίνεται εδώ;

- Τι θέλεις να γίνεται.

- Μέχρι επάνω ακούγονται οι φωνές σας. Κώστα σε χτύπησε μωρό μου;

Τον αγκάλιασε. Ο κώλος της πετάχτηκε προκλητικά. Έχω αδύναμη θέληση. Πάντα είχα. Τον χούφτωσα.

- Τι κάνεις ρε μαλάκα; Κώστα, μου βάζει χέρι.

Με ένα απαλό όσο και ενστικτώδες τίναγμα φρόντισε η παλάμη της να τρακάρει στο μάγουλο μου.

Την έπιασα από το σβέρκο και η μούρη της διαγράφοντας ελλειπτική τροχιά συνάντησε τα πλακάκια. Το φρύδι της μάτωσε. Ένα σπυράκι, το όγδοο θαύμα, σαν θυμωμένο ηφαίστειο άρχισε να εκσπερματώνει θλιβερό πύο. Κατάφερε να αρθρώσει 3 λέξεις

- Κώστα, βοήθησε με!

Ο Κώστας, κοίταξε πρώτα εμένα έπειτα το πρησμένο του δάχτυλο. Έκανε βήμα προς το μέρος μου. Το μετάνιωσε. Γύρισε την πλάτη και ξαναέχωσε τον λαβωμένο δείκτη στο παγωμένο νερό.

Την έσυρα μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Προσπαθούσε να αντισταθεί. Δυο χαστούκια την έκαναν να καταλάβει τον παθητικό της ρόλο. Την έστησα στα τέσσερα και γονάτισα πίσω της.

Στερέωσα την βυσσινί φούστα στην πλάτη της.

Δυο κωλομέρια και μια άσπρη γραμμή αποκαλύφθηκαν. Κουνήθηκε. Κόλλησα το κεφάλι της δίπλα στα υπολείμματα της κατσαρίδας.

Έσκισα το τάγκα. Μύρια κακάσχημα σαρκοβόρα ογκίδια απλώνονταν κατά μήκος. Σωστός γεωγραφικός χάρτης. Στην θέση που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι η μαύρη τρύπα της ύπαρξης της διακρίνονταν το Χόλλυγουντ. Ανέκαθεν δεν γούσταρα τα φώτα της δημοσιότητας. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχα τα πέντε περιβόητα δευτερόλεπτα αποκλειστικής προβολής. Να λοιπόν η ευκαιρία να διαγράψω από τον χάρτη την πόλη των εύθραυστων ονείρων. Για να φτάσω όμως εκεί έπρεπε να περάσω μια βόλτα από το Λονδίνο και το Άμστερνταμ. Άρχισα το σιχαμερό έργο της ισοπέδωσης και πρέπει να ομολογήσω με όση ειλικρίνεια διαθέτω ότι εκτελούσα τα καθήκοντα με θρησκευτική ευλάβεια.

Τσακ-τσακ.

Ντουκ!!!

Τι ήταν το Ντουκ; Δεν έπρεπε να υπάρχει Ντουκ.

Αισθάνθηκα το δεξί πεταχτό αυτί μου να γαργαλάει. Το έξυσα. Κάτι υγρό. Έφερα το χέρι μπροστά. Αίμα. Κοίταξα προσεκτικότερα τα ματωμένα δάχτυλα, Α+ !! Ταίριαζε με τη δική μου ομάδα. Βαθύ κόκκινο με κίτρινες βούλες. Έχριζε βαθύτερης ανάλυσης. Μια μπάντα αποτελούμενη από 4 λευκά αιμοσφαίρια και ένα ερυθρό, ο τραγουδιστής, έπαιζαν το Rape me και έζεχναν ουίσκι. Τελικό πόρισμα και απόλυτα έγκυρο το αίμα ανήκε στο σκοροφαγωμένο μου σώμα .

Ομίχλη πλανήθηκε πάνω από το Χόλλυγουντ. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Η μύτη μου προσγειώθηκε στο Τέξας. Τα γυαλιά μου παρέσυραν την Αλαμπάμα, το Λος Άντζελες και ολόκληρη την Νιγηρία.

Το Χόλλυγουντ έστεκε παντελώς άθικτο και επιβλητικότερο από ποτέ.

Παράτησε το μπουκάλι της μπίρας ή καλύτερα ότι απέμεινε από αυτό μετά την πρόσκρουση και χάιδεψε το σύμπαν της. Έβγαλε το ρολόι από τον καρπό μου και άνοιξε την εξώπορτα.

Η λευκή φιγούρα ίσιωσε την φούστα που τώρα είχα την εντύπωση πως ήταν μαύρη με διάσπαρτα χρυσά κεντημένα αστράκια. Με ένα χαρτομάντιλο καθάρισε τον απόκρυφο κόσμο της.

Έσκυψε. Άγγιξε τα ποτισμένα μου μαλλιά και ψιθύρισε :

- Ήταν η πιο τρυφερή νύχτα της ζωής μου. Ευχαριστώ.

Τα χέρια τους ενώθηκαν και χάθηκαν στο σούρουπο των ματιών μου.

Σταδιακά έσβησα και εγώ.

16
Όνειρο.

Ο ήλιος έχει φτάσει όσο πιο κοντά γίνεται στην γη. Οι ακτίνες τρυπάνε σαν ακόντιο τα σωθικά μου. Τα χείλη λευκά και ζαρωμένα. Πιπιλάω ένα κουμπί για να μη ξεραθεί ότι σάλιο έχει απομείνει. Το μαύρο φαρδύ ξεσκισμένο παντελόνι, η μοναδική ενδυμασία, μαρτυράει την πρώην πολιτισμένη φύση. Στην θέση των πελμάτων δύο ανοιχτές πληγές καταδεικνύουν τα αμέτρητα διανεμημένα χιλιόμετρα. Κάθε βήμα μια βουτιά στον απέραντο ωκεανό οδύνης. Το μονοπάτι κακοτράχαλο γεμάτο τσαλιά και αγκάθια. Σέρνω τα πόδια. Πρέπει να φτάσω στο τέρμα του κόσμου. Αυτός είναι ο προορισμός του ταξιδιού . Το τέρμα του κόσμου .

Είχα ακούσει για αυτό το μέρος μια νύχτα πριν από αιώνες.

Με λένε Igor Vasilief, αλλά στην Ελλάδα με βάφτισαν σκέτο Στράτο. Είμαι χορευτής. Ταλέντο από τα λίγα. Διθυραμβικοί έπαινοι συνόδευαν το πέρασμα μου όπου και αν έδινα παράσταση. Στην Ρωσία, στην Αμερική, στον Άρη δεν είχε σημασία. Μεθούσα τα πλήθη. Ήμουν πάντα απλά καταπληκτικός. Ίσως γιατί όταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου με έκαιγε με ένα σίδερο, γιατί δεν ήθελε πούστη γιο. Ίσως γιατί ο μοναδικός ερωτάς που βίωσα φεύγοντας ξερίζωσε την καρδιά μου. Τίποτα όμως από αυτά δεν σκότωσε την ψυχή μου. Επιβίωσα και έμαθα να χορεύω. Πάντα χόρευα τώρα όμως ήξερα γιατί. Το μέλλον προβλέπονταν λαμπρό και ευοίωνο. Θες όμως η κατάρρευση των δίδυμων πύργων, θες το ότι σκότωσα τον πατέρα μου καρφώνοντας το καυτό σίδερο στο γυάλινο μάτι του, θες γιατί ένας ελέφαντας ρούφηξε την σελήνη, θες τέλος γιατί λόγω μιας γενετικής ανωμαλίας δεν είχα δεξί χέρι η καριέρα μου τελμάτωσε.

Έφυγα κατατρεγμένος από την Μόσχα. Βρήκα καταφύγιο στην Αθήνα. Ζητιάνευα χορεύοντας στα πεζοδρόμια. Στην πόλη αυτή δεν εκτιμάνε την τέχνη. Έπινα βροχή και έτρωγα ποντίκια. Η Αθηνά είναι γεμάτη από τεράστια ποντίκια με ανθρώπινη μορφή.

Ένα πρωί μασουλούσα έναν χοντρό αρουραίο με μπλε γραβάτα. Τον είχα τσακώσει ξημέρωμα. Στα κιγκλιδώματα του υπουργείου επιβολής νέων φόρων διαδήλωναν αγρότες συνταξιούχοι χαφιέδες και δικηγόροι. Φαίνονταν εξαγριωμένοι. Βρήκα ευκαιρία και χώθηκα στα έγκατα του δημόσιου οικήματος που είναι τόσο δημόσιο ώστε κανένας δεν επιτρέπεται να μπει. Και να ΄τος. Έχεζε διαβάζοντας αγγελίες.

‘’18άρα ψηλή αιθέρια ύπαρξη. Παίρνω

αφρόλουτρο.Τηλ.090-………’’

Την υπόλοιπη εφημερίδα σκόπευε να την χρησιμοποιήσει για να σκουπίσει τα περιττώματα από την συναγρίδα, το λαγό στιφάδο, τον γλυκύ βραστό, την μαρμελάδα φράουλα και ότι άλλο συμπεριλάμβανε το λιτό πρωινό του.

Έβαλα για δόλωμα στην φάκα μια μίζα. Την μυρίστηκε αμέσως και έτρεξε μην χάσει. Πιάστηκε από την ουρά. Με χορευτική κίνηση τον στραγγάλισα. Έσκαψα τούνελ μέχρι την Ακρόπολη και φυγάδευσα την τροφή .

Απολάμβανα το γεύμα με θέα την Αθήνα διαβάζοντας αγγελίες.

- Ζητείται νεαρός χορευτής. Προϋπηρεσία όχι

απαραίτητη.

Σημείωσα την διεύθυνση και έθαψα το υπόλοιπο του μυστακοφόρου ποντικού με την σκέψη να τον αξιοποιήσω ως δείπνο.

- Ήρθα για την αγγελία.

- Άδεια εργασίας έχεις;

- Όχι.

- Τι έγινε το χέρι σου;

- Πεινούσα και το έφαγα.

- Πάει καλά. Προσλαμβάνεσαι.

Η συμφωνία έκλεισε. Θα χόρευα και πάλι μπροστά σε κοινό. Δεν θα πληρωνόμουν και θα του έδινα ότι έμπαινε στο σλιπάκι μου. Δίκαιη σύμβαση άλλωστε θεμελιώνονταν από το Ελληνικό σύνταγμα. Βέβαια κάποια στιγμή αργότερα τον έφαγα αλλά αυτό είναι μέρος ενός άλλου ονείρου.

Πέρασαν χιλιάδες νύχτες. Η μια πιρουέτα διαδέχονταν την άλλη. Ο χορός όμως δεν ήταν ο ίδιος. Είχε χάσει το πάθος του. Ήταν πλέον πορνεία. Άρχισα να φοράω μαύρα γυαλιά κρύβοντας άτεχνα το πρόσωπο . Όχι από αλαζονεία αλλά για να μη φαίνονται τα καυτά δάκρυα της αποτυχίας. Θλίψη και μιζέρια σε τελικό στάδιο.

Ώσπου ένα βράδυ έγινε η αποκάλυψη. Φανερώθηκε το μυστικό. Το μεγάλο σχέδιο όπως συνήθιζε να λέει. Ένας γερασμένος λύκος μπήκε στο μαγαζί και κάθισε στα μπροστινά τραπέζια.

Μου έκανε τρομερή εντύπωση τι δουλειά είχε εδώ ένα κτήνος που ανήκε στον ζωολογικό κήπο. Από την άλλη όμως όλοι έχουν δικαίωμα στην διασκέδαση.

Συνέχισα απερίσπαστος το νούμερο. Κανένας θαμώνας δεν φάνηκε να προβληματίζεται. Αργότερα μου εξήγησε ότι η θέα του ήταν ορατή μόνο στα δικά μου μάτια.

Τέλειωσα την παράσταση και πήγα να κατέβω από την σκηνή. Igor, Igor. Μια φωνή με καλούσε. Περίεργο. Κανείς δεν γνώριζε πια αυτό το όνομα. Κι όμως συνέχιζε να με καλεί σαν σειρήνα. Ακολούθησα τον ήχο και το βλέμμα καρφώθηκε στον γερόλυκο.

- Κάθισε, Igor.

- Πώς ξέρεις το όνομα μου; Από πότε οι λύκοι απέκτησαν λαλιά;

Μάλλον κουράστηκα και έχω παραισθήσεις.

- Ησύχασε. Δεν είμαι πλάσμα της φαντασίας. Ξέρω ότι έχεις πολλά ερωτηματικά. Η αλήθεια όμως όσο παράξενη αν ακουστεί είναι ότι σε παρακολουθώ από τότε που ήσουν χρωμόσωμα στα αρχίδια του πατέρα σου.

- Υποτίθεται πως πρέπει να κατάλαβα τώρα;

- Όχι βέβαια. Ίσως και να μην χρειάζεται. Για άλλον λόγο ήρθα.

Τον διέκοψα απότομα.

- Ποιον;

- Να σου φανερώσω το μεγάλο σχέδιο.

- Ποιο είναι αυτό;

- Τίποτα γύρω σου δεν είναι τυχαίο. Όλα αποτελούν μέρος του μεγάλου σχεδίου. Δεν μπορώ να σου πω ποιο είναι. Αυτό θα πρέπει να το ανακαλύψεις μόνος..

- Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και τι θα κερδίσω;

- Θα γίνεις αυτό που πάντα ήθελες. Γητευτής του κοινού. Θα είσαι το απόλυτο και όχι μια απλή μονάδα σε ένα μπερδεμένο σύμπαν.

- Πώς θα γίνει αυτό;

- Δεν έχεις παρά να πάς στο τέρμα του κόσμου. Στο μέρος όπου δεν υπάρχουν εποχές, διακρίσεις, χρήμα και λάμιες να σου ρουφάνε την ζωή.

- Πού είναι αυτός ο τόπος; Πώς πάω εκεί;

- Ξεκίνα να περπατάς τα βήματα σου θα σε οδηγήσουν. Στο δρόμο θα συναντήσεις δυσκολίες. Ο πόνος συχνά θα σε εμποδίζει να συνεχίσεις. Όμως εσύ πρέπει να επιμείνεις. Είσαι ξεχωριστός. Μην το ξεχάσεις ποτέ.

Στράτο, βγαίνεις σε 1 λεπτό.

Ο έντονος τόνος με αποσυντόνισε. Όταν επανήλθα η καρέκλα του γερόλυκου ήταν άδεια.

Στράτο βγαίνεις τώρα.

Ξεφορτώθηκα την στολή του παλιάτσου και η αναζήτηση ξεκίνησε. Περπάτησα πολύ. Βροχές, λιακάδες, καύσωνες, παγετοί, όλα τα καιρικά φαινόμενα συνηγορούσαν εναντίον μου. Ο καιρός περνούσε. Πέρασαν αιώνες. Και να με. Χωρίς ίχνος σάλιου στο στόμα . Είμαι σίγουρος ότι είμαι πολύ κοντά. Δεν μπορώ να καθορίσω το κοντά. Ίσως μια ώρα ή ένα τσιγάρο ή έστω ένα μέτρο με χωρίζει από την λύτρωση. Δεν έχω πλέον κουράγιο. Το μυαλό κουράστηκε το σώμα με προδίδει. Πέφτω στο καυτό χώμα παραδομένος στις άγριες διαθέσεις του κίτρινου Θεού. Τελευταία ανάσα. Τελευταία αίσθηση. Η ψυχή σπάει τα δεσμά και βγαίνει από το ταλαιπωρημένο κορμί. Αιωρείται για λίγο κοιτάζοντας από ψηλά την φυλακή της. Πολύ σύντομα καταφθάνουν και άλλες. Εμφανίζονται από το πουθενά. Εμφανίζονται από τα σπλάχνα μου.

Χορεύει. Χειροκροτήματα. Γαλήνη.

Έφτασα.

Τέλος ονείρου.

17

Έχουν περάσει αρκετές ώρες. Μέρες ίσως. Δεν ξέρω. Σηκώνομαι από το πάτωμα. Αν και δεν το βρίσκω απαραίτητο. Δεν υπάρχει σκοπός. Γιατί να ξυπνάω αφού θα ξανακοιμηθώ; Ένας ατελείωτος φαύλος κύκλος καταδικασμένος να τελειώνει εκεί που αρχίζει.

Η γη περιστρέφεται στο κεφάλι μου. Το στροβίλισμα δημιουργεί δυνατό αεράκι. Το νιώθω. Δροσίζει τα πιωμένα κύτταρα. Η σκόνη που καλύπτει τα σφαλισμένα παράθυρα γνώσης ανασηκώνεται Οι σελίδες στο βιβλίο της γένεσης τρέχουν. Για μια στιγμή αντιλαμβάνομαι ποιος είμαι. Τι είμαι. Γιατί είμαι. Οι αριθμοί αποκαλύπτονται.

1.2.3.4.5.6.7.8

12=3*4 56=7*8

Το αεράκι κοπάζει. Βυθίζεται το νόημα στην πικρή πηγή λήθης.

Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Έχω γενειάδα. Μα μόλις χθές ξυρίστηκα. Φτιάχνω ελληνικό και παραδόξως ανοίγω το παράθυρο. Είναι μέρα. Ο καθαρός αέρας σε συνδυασμό με την ηλιοφάνεια μου δημιουργεί ρυτίδες. Το κλείνω. Βλέπω τα γυαλιά από την τελευταία περιπέτεια να λιάζονται στο υγρό πλακόστρωτο του μικρού δωματίου. Μνήμες σαν βάτραχοι του Δαρβίνου ξεπετάγονται από τις φυλλωσιές του παρελθόντος. Κώστας, Hollywood, ξεπλυμένη τύπισσα και χτύπημα στον αυχένα.

Παίρνω σκούπα, φαράσι και τα μαζεύω. Φτιάχνω έναν σωρό. Δοκιμάζω αυτοσχέδιο κοκτέιλ από ponstan, depon, mesulid και λίγο κοκκινέλι. Στρέφομαι στον σωρό με σίγουρη επιθετική διάθεση. Δεν είναι στην θέση του.

Παραξενεύομαι. Τρομάζω.

Κάποιος μου παίζει παιχνίδια. Ποιος μαλάκας, έχει όρεξη για παιχνίδια πρωινιάτικα;

Ντύνομαι. Είναι σίγουρα ώρα για μια βόλτα. Σε αυτό το δωμάτιο τι είναι πιθανό και τι αληθινό έχει χάσει την οπτική του.

Τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Μεγάλωσα και είμαι φρεσκοξυρισμένος.

Δεν έχω γένια;;;

Το βάζω στα πόδια. Σκουντουφλάω στον σωρό. Δεν θυμάμαι να έκλεισα την πόρτα.

Είμαι ανάμεσα στο φορτικό πλήθος και πάλι. Τόσο όμοιος τους και όμως τόσο μόνος.

Κατηφορίζω. Φυσιογνωμίες αλλόκοτης πραγματικότητας. Μεγάλοι σταυροί, χυδαίες συμπεριφορές. Είμαι καλύτερος τους. Για αυτό με απομόνωσαν Ζήλια και φθόνος.

Καφενείο το Κυνηγετικόν. Φτηνός καφές, περίεργος διάκοσμος. Βαλσαμωμένα πουλιά, κεφαλές σαρκοβόρων στολίζουν τους τοίχους.

Δεν γίνεται να μην διακρίνω την κάσα που έχει περίοπτη θέση. Κηδειόχαρτο ενημερώνει για το θλιβερό γεγονός. Ο ιδιόκτητης απεβίωσε. Χαρά σ’ αυτόν. Να ένας γνωστός που κατάφερε να σωθεί. Δεν μπορώ να κρύψω το χαμόγελο.

Γίνεται αντιληπτό και αμέσως αντικείμενο οξύθυμων σχολίων.

- Ρε συ, τι γελάς; Δε διαβάζεις πέθανε.

- Λάθος τώρα γεννήθηκε.

- Τι λέει ο ηλίθιος;

- Λέω ότι θα έπρεπε να χαίρεστε.

- Μην τολμήσεις να πεις κάτι τέτοιο στην γυναίκα του. Είναι ήδη αρκετά δυστυχισμένη.

Ύψωσε την γροθιά.

Έφτυσα κατάχαμα.

Ανάμεσα στα άπλυτα δόντια του διακρίνονταν ένας λαχανόκηπος. Μαϊντανός και δυόσμος

Έβγαλα από την μπότα ένα μικρό αλλά κοφτερό στιλέτο. Το στερέωσα ανάμεσα στα σκέλια του.

Μια κηδεία και ένας ευνουχισμός δεν είχαν θέση στον ίδιο χώρο.

Ξανακάθισε στην καρέκλα και φόρεσε την θλιμμένη περσόνα. Παραμέρισα μια συστάδα από παρέες και μπούκαρα στο μαγαζί.

Χυμένα δάκρυα και ράθυμοι λυγμοί συμπλήρωναν την ατμόσφαιρα.

Μια μαυροντυμένη με έναν μεγάλο χρυσό σταυρό κρεμασμένο στον κόρφο ήταν η πρωταγωνίστρια. Έπαιζε καλά τον ρόλο. Επρόκειτο σίγουρα για την σύζυγο. Τελείωσε το μονόπρακτο και έκανε είσοδο ο χορός.

Τον αποτελούσαν ξερακιανές επίδοξες παρθένες ηλικίας άνω τον 60 ετών έκαστη και αποχαιρετούσαν τον νεκρό με στριγκλιές.

Αρχαία τραγωδία.

Πλησίασα την κορυφαία του δράματος με σκοπό να ζητήσω αυτόγραφο για την έξοχη ερμηνεία, αλλά αντ’ αυτού πρότεινα το χέρι.

- Τα βαθύτατα συλλυπητήρια μου για την απώλεια σας.

- Να σαι καλά, παιδί μου. Ήταν καλός άνθρωπος. Δυστυχώς πέθανε.

- Μάλλον γεννήθηκε.

Αισθάνομαι σαν ακτινογραφία. Ακτίνες Χ με διαπερνούν. Συγκρατημένη σιωπή.

Συνεχίζω με αυτοπεποίθηση.

- Όλα αυτά τα κρεμασμένα ζωάκια τα σκότωσε ο εκλιπών; Πρέπει να ήταν σπουδαίος κυνηγός.

- Πράγματι ήταν σπουδαίος.

Τους καθησύχασα. Αλλά δυστυχώς συνέχισα.

- Αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη θα ήταν προτιμότερο να μην τον θάψετε. Πιστεύω ότι και ο ίδιος θα επιθυμούσε να βαλσαμωθεί και να τοποθετηθεί κάπου ψηλά ανάμεσα στα θηράματα. Έτσι είναι βέβαιο πως δεν θα ξεχαστεί η μνήμη του.

Το κλίμα βάρυνε πολύ. Με δυσκολία κατεύναζαν την οργή. Από σεβασμό φαντάζομαι.

Η σύζυγος με τρεμάμενη φωνή αναφώνησε.

- Είσαι φρικτός, φρικτός άνθρωπος.

- Εγώ είμαι φρικτός ή εσύ; Όσο ήταν ζωντανός παρακαλούσε να σε πάρει από πίσω και συ έλεγες δεν κάνει. Φοράς σταυρό και το παίζεις Θεούσα. Ξέρεις ότι ο σταυρός ήταν όργανο βασανιστηρίου; Γιατί δεν φοράς καλύτερα μια ηλεκτρική καρέκλα,

μια καρμανιόλα ή έστω μια θηλιά γύρω

από τον λαιμό σου.

Τα ποτήρι ξεχείλισε.

- Πάρτε, πάρτε τον από εδώ.

Άκουγα τις απόψεις τους με φοβερή ηρεμία.

Τσογλάνι, φύγε από εδώ.

Βλάσφημε, θα καείς στην κόλαση.

Άθεε, την κατάρα μου να χεις.

Προσπάθησα να απαντήσω συνοπτικά σε όλες.

- Δεν είμαι περισσότερο βλάσφημος απ’ ότι εσείς βάρβαροι που ζείτε τρώγοντας και πίνοντας το σώμα και το αίμα κάποιου Χριστού. Κανίβαλοι, ε κανίβαλοι.

Βρέθηκα ξανά στον δρόμο και γράφω βρέθηκα, γιατί λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα κάποιοι με έπιασαν από τους αγκώνες κάποιοι άλλοι από τα πόδια και να ‘ναι καλά τα παιδιά με συνόδεψαν μέχρι έξω.

Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου το έχω ξοδέψει στο έδαφος. Αύτη η περίεργη ομολογουμένως σχέση με την βαρύτητα με υποχρέωσε να εκπαιδευτώ στις πτώσεις προς αποφυγή βίαιων προσγειώσεων.

Σκούπισα τα μπατζάκια και αφού αντάλλαξα τις τελευταίες φιλοφρονήσεις σε μια δυσνόητη αργκό, κίνησα για το λιμάνι. Η μέρα παρέμενε το ίδιο καταπληκτική.

18

Με αυτά και με αυτά μεσημέριασε και χρειαζόμουν ένα γερό τονωτικό γεύμα. Χώθηκα στην πρώτη καφετέρια που βρήκα. Παρήγγειλα κονιάκ και έστριψα τσιγάρο.

Μια οικογένεια στο διπλανό τραπέζι αποτελούμενη από το αντρόγυνο και δυο παιδιά, με μια δεκαετία διαφορά, η κόρη ήταν το πρωτότοκο, με έριξε σε βαθιά περισυλλογή.

Η σχέση με την αδερφή μου δεν υπήρξε ποτέ ανθηρή. Γεγονός που μπορεί να οφείλεται στο ότι την έβλεπα σαν μάγισσα. Ίσως γιατί είναι μάγισσα.

Όταν γεννήθηκε σύμφωνα με τις διηγήσεις των προγόνων, δυστυχώς ήρθα σ’ αυτό τον μάταιο κόσμο 13 χρόνια αργότερα, τα φώτα της κλινικής τρεμόσβησαν. Στο πρώτο κλάμα μια νοσοκόμα αυτοκτόνησε και σημειώθηκαν 2 τροχαία.

Ο πατέρας, ο αρχιμάγος, ανέλαβε προσωπικά την ανατροφή της. Ο ίδιος εξειδικεύονταν στις αυτοεξαφανίσεις . Η αδερφή μου ήταν μικρή δεν είχε αυτή την δυναμική οπότε της δίδαξε μόνο πως να εξαφανίζει πράγματα. Το αξιοπερίεργο είναι ότι όποτε χάνονταν μυστηριωδώς κάτι, κάτι άλλο εμφανίζονταν στην ντουλάπα της.

Στην αρχή τα παιχνίδια μου. Θυμάστε την περίπτωση με το καλσόν; Η εξαφάνιση των ρούχων είμαι βέβαιος πως ήταν δικό της έργο.

Όσο αναπτύσσονταν σωματικά τόσο αύξανε και η δύναμη της. Στα 23 της χάθηκε ένα χωράφι που είχαμε από κοινού. Στα 35 κατόρθωσε να εξαφανίσει το μερίδιο μου από το εφάπαξ της μάνας μας.

Κατάλαβα ότι αυτή ευθύνονταν και όχι κάποιος άλλος όταν μετά την τελευταία της επιτυχία άνοιξα το κουτί με τα μυστικά. Αν και μάγισσα ήταν τόσο ανόητη ώστε έκρυβε το κλειδί πάντα στο ίδιο σημείο. Βρήκα ένα αεροπορικό εισιτήριο για Βουκουρέστι και ένα καινούργιο συνολάκι Ferre. Βέβαια δεν πρέπει να γίνομαι άδικος γιατί η όλη κατάσταση μου πρόσφερε ένα πολύτιμο μάθημα. Μέσα από αυτήν αντιλήφθηκα πόσο ακριβώς άξιζαν 2.000.000 δρχ.

Το πιο επώδυνο ήταν όταν προσπάθησε να με γαλουχήσει στον αποκρυφισμό. Το μάθημα της μεταμόρφωσης το δίδασκε κρατώντας με ώρες πάνω από την σόμπα ωσότου να βγάλει το δέρμα μου φολίδες.

Κάποια άλλη φορά μου έδωσε το μαγικό σκουπόξυλο για να με μάθει να ταξιδεύω. Με ανέβασε στην ταράτσα του πατρικού, τοποθέτησε την σκούπα ανάμεσα στα πόδια μου και ψιθύρισε κάτι σε μια ακατάληπτη γλώσσα. Έπειτα με έσπρωξε. Αποδείχθηκα εξαιρετικός μαθητής. Κατάφερα να πετάξω για λίγο χωρίς την σκούπα. Αυτή καρφώθηκε στο κεφάλι μου λίγο αργότερα.

Ένα μικροπρόβλημα στο βάδισμα τώρα και 2 σπασμένα πόδια τότε μου θυμίζουν την πρώτη και τελευταία απόπειρα να μιμηθώ τον Ίκαρο.

Όταν μεγάλωσα την καταράστηκα. Η κατάρα έπιασε. Παντρεύτηκε και απέκτησε 2 παιδιά μάγους. Η μαγεία τους περιορίζεται στο να την τυραννάνε. Δεν μου επιτρέπεται να τα δω.

Η αγάπη μου όμως θα τα συνοδεύει πάντα

19
Ένα ξωτικό με τριγωνικό σαγόνι και ασπρόμαυρο ντύσιμο στέκεται ανάξια κρατώντας ξύλινο δίσκο. Μπολάκι με δηλητηριασμένα φιστίκια και χαμηλό ποτήρι, μισογεμάτο με κίτρινο υγρό. Για να είμαι ακριβής δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν ήταν κίτρινο το υγρό η το ποτήρι αλλά όπως και να είχε δεν φαίνονταν απειλητικό οπότε δεν έφερα αντιρρήσεις.

Το σκαληνό σαγόνι κινήθηκε προς τα κάτω αποκαλύπτοντας μια μικρή κρύπτη. Μια κραυγή ακούγονταν από το βάθος . Δεν ήταν ακριβώς κραυγή παρά περισσότερο προτροπή σε ιδιαίτερο τόνο και ύφος.

- Σε διατάζω να βγεις από την νιρβάνα. Το μυαλό σου έχει αρχίσει να κουρσεύει επικίνδυνες χώρες. Βγες γαμώ τη φάρα σου πριν βρεθεί σε μέρη όπου η λέξη γυρισμός δεν έχει κανένα νόημα .

Υπάκουσα.

Τι ναι αυτό; Ρώτησα το γκαρσόνι.

Ξωτικό : Το ελιξίριο της ζωής.

Γκαρσόνι : Σας το προσφέρει η κυρία στο βάθος

του μπαρ.

Έδειξε που, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να κοιτάξω.

Όταν ύψωσα το βλέμμα το γκαρσόνι βρίσκονταν σε άλλο τραπέζι και σέρβιρε δηλητηριασμένα φιστίκια, το ξωτικό χάνονταν σε έναν ανεμοστρόβιλο καπνού και μια μεσήλικη γυναίκα κάθονταν όντως στο βάθος του μπαρ.

Σήκωσα το ποτήρι σε τέτοιο ύψος ώστε μια νοητή ευθεία να το ενώνει με το δικό της. Ο χαμηλός φωτισμός δεν επέτρεπε να διακρίνω καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου, αλλά ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για ακόμη ένα ναυάγιο ή για μια κακομούτσουνη ιδιότροπη γουρούνα που αναζητώντας την αθανασία, ήθελε να αγοράσει τα τελευταία εν ζωή κύτταρα μου.

Αυτά όμως, ήμουν αποφασισμένος, δεν θα τα πουλούσα. Θα τα πρόσφερα απλόχερα όπου θεωρούσα ότι άξιζε. Κατέβασα μονορούφι το ποτό. Το ποτήρι ήταν διάφανο, το υγρό κίτρινο και τα νύχια μου λερωμένα.

Χούφτωσα τον αναπτήρα, το πακέτο με τα τσιγάρα ήταν άδειο και το παράτησα , έβαλα το σακάκι και τον πέταξα στην εσωτερική τσέπη. Ο δρόμος για την έξοδο περνούσε από το μπαρ όποτε αναπόφευκτα έπρεπε να ανταλλάξω μια κουβέντα.

- Καλησπέρα.

Είπα.

- καλησπέρα. Τι κάνεις;

Απάντησε.

Εκατομμύρια μικρές τρυπούλες σκαμμένες στο κρανίο της. Από κάθε μια, ξεπρόβαλλε μια καστανή βαμμένη κλωστή. Μερικές ήταν τεράστιες έφταναν τα 50 εκατοστά μήκος.. Ήθελα να τις τραβήξω.

- Όλα καλά.

- Να σε κεράσω ακόμα ένα;

- Όχι τώρα, βιάζομαι.

- Κρίμα και ήθελα παρέα.

Ζήτησα από τον μπάρμαν στυλό. Το πρόσωπο της πιο κουρασμένο από χειμωνιάτικη μέρα. Τα χείλη απαλά ποτισμένα σε έντονη απόχρωση σάπιου μήλου, έσπαγαν την μονοτονία του συνόλου. Λεπτά σκληρά ζυγωματικά ολοκλήρωναν την αυστηρή, σχεδόν αυταρχική εικόνα.

Πήρα ένα πακετάκι διαφημιστικά σπίρτα που έστεκαν άχαρα πάνω στον πάγκο και σημείωσα το τηλέφωνο. Τα έσπρωξα προς το μέρος της.

Φόρεσα το ύφος χιλίων καρδιναλίων

- Το βράδυ είμαι ελεύθερος. Τηλεφώνησε μου.

Άρχισε κάτι να αρθρώνει. Δεν έδωσα σημασία και περπάτησα μέχρι την έξοδο.

Όταν τελικά κατάφερε να συντάξει μια ερωτηματική πρόταση και να την προφέρει :

- Πώς σε λένε;

δεν απάντησα και ο λόγος ήταν απλός, είχα ήδη φτάσει σπίτι μου.

Όταν χτύπησε με έναν ξερό ήχο το τηλέφωνο ήμουν ακόμη στο μπάνιο. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα μούλιαζα, πάντως το χρώμα μου ήταν μελανό με εξαίρεση το μέτωπο και αυτό γιατί στην προσπάθεια να σβήσω την ταμπέλα της αρσενικής πόρνης το έτριψα τόσο πολύ που στην αρχή κοκκίνισε έπειτα μάτωσε και κατόπιν χάθηκε. Στην θέση του φανερώθηκε μια αποθήκη που αν κάποιος είχε την περιέργεια να εξερευνήσει θα ανακάλυπτε τόνους από άχυρο Ά ποιότητας.

Στο δεύτερο χτύπημα πετάχτηκα αστραπιαία ζώστηκα το μπουρνούζι και στο τρίτο το πρόλαβα.

- Παρακαλώ.

- Είπες να σου τηλεφωνήσω το βράδυ. Είσαι ελεύθερος;

- Σου είπα ότι θα είμαι.

- Θέλεις να περάσεις από το σπίτι μου; Μένω Καλαμαριά.

- Ναι γιατί όχι.

Άρχισε να εξηγεί τον τρόπο. Θα κατέβεις στο κέντρο και θα πάρεις το λεωφορείο.

- Με το αμάξι θα έρθω. Πες την διεύθυνση και θα το βρω.

- Δεν φαίνεσαι τύπος που έχει αυτοκίνητο.

- Ούτε εσύ για γκόμενα που ζει στην Καλαμαριά.

- Τέλος πάντων.

Με κατατόπισε και δώσαμε ραντεβού σε μια ώρα.

Χτενίστηκα σκούπισα καλά τον κώλο μου έβαλα στόκο στο μέτωπο και σε μισή ώρα ήμουν στο κέντρο.

Από ένα περίπτερο πήρα τσιγάρα και ρώτησα ποιο λεωφορείο πάει Καλαμαριά. Αν ακολουθούσα της οδηγίες του περιπτερά θα έψαχνα ακόμα την στάση και έτσι επιβιβάστηκα σε ταξί .

Καθόλη την διάρκεια της διαδρομής σκεφτόμουν πόσο μαλάκας ήμουν που δεν πήρα το Renault μου.

Ύστερα από 45 λεπτά ο ταξιτζής σταμάτησε σε μια νεόδμητη φανταχτερή πολυκατοικία. Τον πλήρωσα, έφυγε και έμεινα να κοιτάζω τον περιβάλλοντα χώρο.

Βόλταρα για λίγο στον περιποιημένο κήπο με το διακριτικό σιντριβάνι στο κέντρο και κατόπιν πάτησα στο λευκό καλογυαλισμένο μάρμαρο.

Δυο προβολείς εστίαζαν τις δέσμες στην γυάλινη θύρα. Οι αισθητήρες κίνησης με τσάκωσαν και με μακρόσυρτο θόρυβο η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Στο πρώτο βήμα βυθίστηκα στην παχιά μοκέτα χάνοντας αυτόματα 2 με 3 πόντους από την μαγκιά μου.

Στα αριστερά πίσω από ένα οβάλ γραφείο μια κοντόχοντρη τερατογένεση προσπαθούσε μάταια να στηριχθεί.

Ποια σκληρή μοίρα τον έκανε να μεταφέρει τόσο βαρύ φορτίο; Ίσως ένα από τα πολλά διαστημικά σκάφη που επισκέπτονται κατά περιόδους τον πλανήτη να τον ξεφόρτωσε. Σε όλο το σύμπαν η ύπαρξη του ήταν ανεπιθύμητη οπότε κάποιος αποφάσισε ότι η γη είναι ο Καιάδας του γαλαξία.

Διάβασε τις σκέψεις μου. Μπορεί το πλάσμα να είχε αλλάξει μορφή και ατμόσφαιρα αλλά δεν είχε χάσει διόλου την κοσμική του δύναμη. Ήξερα το μυστικό του. Ήξερα παρά πολλά. Έπρεπε να τιμωρηθώ, να εξοντωθώ.

Άνοιξε το στόμα. Χρυσά δόντια λαμπύρισαν. Τυφλώθηκα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο έβλεπα αλλά όχι με τα δικά μου μάτια.

Πίνακας, πιστό αντίγραφο El Greco, κρεμασμένος σε κολώνα στα δεξιά έγειρε. Μια αλλόκοτη μορφή χύθηκε από το κάδρο σχηματίζοντας ψηλόλιγνη ανθρώπινη παρουσία .

Ένα χυτό μακρύ μαύρο φόρεμα με ανοιχτό μπούστο κάλυπτε το σφυρηλατημένο κορμί . Μια σειρά από λευκές πέρλες στόλιζαν τον μακρόστενο λαιμό.

Με απαλή κίνηση έσφιξε το ένα χέρι γύρω από την μέση και με το άλλο έπλεξε γλυκά τα μαλλιά μου. Τόλμησα να την κοιτάξω κατάματα. Τα σμαραγδένια μάτια καλά κρυμμένα πίσω από μια βενετσιάνικη ασημί μάσκα έλιωσαν την καρδία μου.

Στιγμές αμηχανίας.

Ο θυρωρός κατέβασε έναν ξύλινο μοχλό και τα φώτα της πόλης έφτιαξαν έναν μικρό κύκλο. Κατέβασε δεύτερο και ο ήχος αργεντίνικου ταγκό χάρισε στον χώρο μια μυστικιστική διάθεση.

Λικνιζόμασταν σε απόλυτη αρμονία με τις νότες του εμπνευσμένου από τον Αμερικάνικο νότο ρυθμού. Ο φωτισμένος κύκλος ακολουθούσε την κάθε μας κίνηση. Άχαρος ρόλος, σαν καταδικασμένο ριζικό.

Οι διαδοχικές στροφές και ταλαντώσεις μας έφεραν μπροστά σε σκάλα που έμοιαζε να μην στηρίζεται πουθενά. Ήταν αδύνατο να διακρίνεις την αρχή, το τέλος, ή ότι σκατά υπήρχε εκεί κάτω. Η σκάλα αυτή δεν υπήρχε νωρίτερα . Ήμουν σίγουρος.

Η διαπίστωση βέβαια ήταν ασήμαντη.

Δέσαμε τα χέρια σε περίεργο σχηματισμό και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, αργά αλλά σταθερά. Ο κύκλος που μας συντρόφευε μέχρι τότε σαν σκιά, φοβήθηκε και πήρε την μοίρα στα χέρια του. Η πόλη φωτίστηκε ξανά. Η μουσική έχασε την ένταση και κάπου παρακάτω σίγασε για πάντα.

Σε κάθε σκαλοπάτι η θερμοκρασία και η πίεση αυξάνονταν δυσχεραίνοντας την προσπάθεια κατάβασης. Πίδακες, ευγενών αερίων έπνιγαν την ανάσα μου.

Μέχρι και η καλοδουλεμένη αλυσίδα που κρατούσε σε συστοιχία τα μαργαριτάρια δεν άντεξε στα ασυνήθιστα φαινόμενα και έσπασε. Ο εκκωφαντικός αντίλαλος από την πρόσκρουση τους στα παραμορφωμένα αλαβάστρινα σκαλοπάτια μου τρυπούσε τα τύμπανα . Έλυσα τον δεσμό της ένωσης για να προστατεύσω τα αυτιά.

Οι ακριβές άσπρες μπαλίτσες κατρακυλούσαν βιαστικά και έδιναν την εντύπωση πως έπεφταν στο κενό. Η άγνωστου προελεύσεως γυναίκα συνέχιζε το ταξίδι στον πυθμένα της γης. Η υπόσταση της σκαλί με σκαλί έφθινε.

Από την μία ήθελα να την συνοδεύσω στην εξαΰλωση και από την άλλη προτιμούσα να διατηρήσω ζοφερή την μνήμη της. Αυτή την αγάπη ήθελα να την κρατήσω ζωντανή έστω και στα όνειρα μου.

Την παρακολουθούσα καθώς χάνονταν στα άδυτα του δικού της παλατιού και μπορώ να πάρω όρκο ότι κάποια στιγμή γύρισε και με λυπημένο νεύμα με αποχαιρέτησε.

Πήρα τον δύσκολο ανηφορικό δρόμο της επιστροφής και μάρτυς όποιος πούστης και αν πιστεύεται, έκλαψα.

Οι αισθήσεις επανήλθαν μόλις βρέθηκα απέναντι από τον θυρωρό.

Άνοιξε πάλι το στόμα.

Σκιάχτηκα.

Τι με περίμενε τώρα;

- Ψάχνετε κάποιον;

Αυτή την φορά δεν έκανε ευτυχώς το κόλπο με τα δόντια και έτσι ησύχασα.

- Ψάχνετε κάποιον.

- Ψάχνω…. Την κυρία…..

Οι πόροι του κορμιού άρχισαν να υγραίνονται. Ο ιδρώτας κυλούσε μέχρι τις πατούσες, ξεχείλιζε από τα παπούτσια και άφηνε θολές στάμπες στην πυκνή μοκέτα.

Δεν ήξερα όνομα. Δεν ήξερα επίθετο.

Ξεκίνησα να περιγράφω το λαξευμένο κρανίο της.

Μάταιο.

Έβαλα σε λειτουργία τις εσωτερικές διαδικασίες του οργανισμού. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι και άρχισε να ψαχουλεύει την ταινιοθήκη του εγκεφάλου. Εκεί δηλαδή που φυλάσσονται οι πολύτιμες εικόνες , καταστάσεις και περιγραφές. Κάτω από μια στοίβα με ξεχαρβαλωμένες κόπιες ανακάλυψε την πρωινή καταγραφή. Μετέφερε την ταινία στον ιδιαίτερο χώρο προβολών, την τοποθέτησε στον επεξεργαστή και πάτησε το κουμπάκι της μνήμης.

Θυμήθηκα λεπτομέρειες.

Άνοιξα το κουτάκι με τις μαλακίες

- Μια καστανή κυρία, μετρίου αναστήματος που έχει τον τρόπο της. Φοράει….

Με σταμάτησε.

- Άσε κατάλαβα. Την κυρία Βέρα θέλεις.

- Για να το λες έτσι θα ναι.

- Στον 6ο . διαμέρισμα 24

Έστρεψα την πλάτη και πήγα στο ασανσέρ.

- Φιλαράκο όχι με το ασανσέρ.

Είναι χαλασμένο. Από τις σκάλες.

Γαμώ την καταδίκη μου.

Χτύπησε το κινητό.

- Παρακαλώ.

- Έλα που είσαι;

- Στην είσοδο, Βέρα.

- Που έμαθες το όνομα;

- Ο θυρωρός.

- Να πεις στην παλιό-κουτσομπόλα να πάει να γαμηθεί.

- Καλά ανεβαίνω..

Στράφηκα στον θυρωρό

- Μου είπε να πάς να γαμηθείς.

Κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε.

Γυρίσαμε πλάτη με πλάτη σαν σε μονομαχία και πήρε ο καθένας τον δρόμο του.

Φτάνοντας στο διαμέρισμα η μύτη κόντεψε να ακουμπήσει το χαλάκι με το Welcome.

Πήρα βαθιά ανάσα για να κοντρολάρω τους σφυγμούς και με υπερένταση έψαξα το κουδούνι.

- Άργησες.

- Κάνε πιο κει, μου χρειάζεται όσο οξυγόνο κυκλοφορεί.

- Μια σκαλίτσα ήταν μόνο.

- Βρε δε γαμιέσαι. Αν μου το έλεγες από την αρχή ούτε θα έμπαινα στον κόπο να έρθω.

- Σταμάτα να γκρινιάζεις και πέρασε.

Δεν έχασα χρόνο και ξαπλώθηκα στον πρώτο εύκαιρο καναπέ.

- Να σου βάλω ποτάκι;

- Βάλε.

- Τι πίνεις;

- Κάνε μου έκπληξη.

- Σαν το σπίτι σου. Σε ένα λεπτό επιστρέφω.

Ανασηκώθηκα. Διαμέρισμα από τα λίγα. Ακριβό τζάκι, περίεργοι πίνακες, μισοτελειωμένα κεριά..

- έφτασαν τα ποτά.

Κάθισε δίπλα μου.

- Στην υγειά σου.

Είπαμε σχεδόν ταυτόχρονα.

Πήρε τον λόγο.

- Ξέρεις είσαι πολύ όμορφο αγόρι.

- Το έχω ξανακούσει.

- Πριν προχωρήσουμε θέλω να μάθω την τιμή.

- Μην το εκφυλίζεις.

- 1000 Euro καλά είναι;

- Προς το παρόν καλά είναι.

- Ξέρεις έχω ιδιαίτερα γούστα.

- Κανείς δεν είναι τέλειος.

- Αλήθεια πως σε λένε; Δεν θυμάμαι.

- Ούτε εγώ. Μπορείς να με αποκαλείς όπως σου κάνει κέφι.

- Εντάξει θα σε φωνάζω Φοίβο.

Δεν ήθελα να ρωτήσω γιατί, για κάποιον λόγο μου είπε.

- Κάποτε έκανα χρήση βαρβιτουρικών. Χάπια και αλκοόλ όμως απαιτούν παρέα. Διαφορετικά η όλη φάση δεν είναι κυριλέ. Αγόρασα την φιλία ενός σκύλου. Με συντρόφευε σε όλες τις περιπλανήσεις και εγώ φρόντιζα να έχει τις δικές του. Με καταλαβαίνεις;

- Αλίμονο.

Αρχίδια αλλά ήθελα να δω που θα καταλήξει.

- Μαστούρα με την μαστούρα το βρωμόσκυλο απέκτησε εθισμό. Έπρεπε να προμηθεύομαι παραισθησιογόνα και για αυτό. Μου κόστιζε μια περιουσία η συντήρηση και για να πω την αμαρτία μου συχνά όποτε ξέμενα έβαζα χέρι κάτω από την καρέκλα που φύλαγε την καβάτζα του. Πολλές φορές σκέφτηκα να το στείλω σε κλινική. Βλέπεις όμως δεν βρέθηκε ποτέ άνθρωπος που να έχει επιχειρηματικό δαιμόνιο να ανοίξει κέντρο απεξάρτησης σκύλων. Ίσως στο μέλλον. Αλλά ακόμη και έτσι για τον Φοίβο είναι αργά. Για να μην πολυλογώ και σε κουράζω, ένα πρωί….

- Συγνώμη μπορείς να μου βάλεις άλλο ένα;

Με αγριοκοίταξε.

Είχα διαλέξει κακή στιγμή αλλά τι να έκανα ; Μέχρι να τελειώσει η ιστορία με τον κόπρο θα πέθαινα από ανία και αφυδάτωση.

Έσπρωξε το ποτήρι της.

- Μην τολμήσεις να με ξαναδιακόψεις. Ειδικά όταν ανοίγω τα εσώψυχα μου!!! Κάποιο πρωί λοιπόν ξύπνησα από έναν θόρυβο. Σίγουρη ότι το σπίτι είχε παραβιαστεί μπήκα με επιφύλαξη στο σαλόνι και τι αντικρίζω;

Δεν περίμενε απάντηση.

- Το κωλόσκυλο τα είχε κάνει γυαλιά καρφιά. Έπαιρνε φόρα και κουτουλούσε στα τζάμια. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κοίταξα κάτω από την καρέκλα, το απόθεμα είχε τελειώσει. Την είχε ψωνίσει από στέρηση. Έβγαλα με κρύα καρδιά από την τσάντα τα δύο τελευταία χάπια άνοιξα διάπλατα το αιμόφυρτο στόμα και τα πέταξα βαθιά στον οισοφάγο του. Στην αρχή ψιλοστάνιαρε έπειτα όμως…

Την πήραν τα ζουμιά και έγειρε στο προσκεφάλι μου.

- Γύρισε ανάσκελα. Τα ποδαράκια τρεμόπαιξαν για λίγο και έμεινε να με κοιτάει αποσβολωμένο.

Την έσπρωξα απότομα από τους ώμους . Δεν ήθελα να λερωθεί το πουκάμισο..

- Κούκλα αρκετά με τις αηδίες. Ήρθα εδώ για να σε πηδήξω. Αν είναι όλο το βράδυ να ακούω βαρετές αφηγήσεις φέρε τουλάχιστον ένα μπουκάλι για να μπορώ να τις ανέχομαι. Τι θα γίνει εσύ αποφασίζεις.

Έσφιξε τα δόντια και σούφρωσε τα φρύδια.

- Έτσι ε; Πληρώνω και σε γαμάω ρε πούστη. Όπως σου σφυρίζω θα χορεύεις. Πέσε στα γόνατα και κάνε γαβ, παλιομπάσταρδε.

Όλη μου την ζωή ακολουθούσα κάποιους κανόνες. Είμαι άρρηκτα δεμένος με αυτές τις αρχές και δεν τις παραβαίνω. Μπορεί να είμαι όποιος είμαι, να έχω γονείς και να μην τους γουστάρω επειδή δεν τους έχω επιλέξει, αλλά ο εγωισμός μου δεν σηκώνει βρισιές του τύπου μπάσταρδε. Όποιος τις ξεστομίζει στα μούτρα μου το πληρώνει.

- Γιατί δεν πέφτεις εσύ στα τέσσερα καλύτερα να κάνεις νιάου.

Της τράβηξα σφαλιάρα.

Δεν ξέρω αν έχω βαρύ χέρι πάντως πέταξε πάνω από τον καναπέ, έκανε τον γύρω του δωματίου και καρφώθηκε στην γωνία του τζακιού. .

Ακούμπησα το χέρι στον λαιμό της. Είχε σφυγμό και ανέπνεε κανονικά.

Την ξάπλωσα στον καναπέ. Βγήκα στο μπαλκόνι έκοψα το συρματόσχοινο της μπουγάδας. Βρήκα μονωτική ταινία και μαρκαδόρο.

Επέστρεψα και την απάλλαξα από τα περιττά ρούχα. Το τρίχωμα ξυρισμένο σε σχήμα βέλους, σημάδευε την κλειτορίδα.

Την έδεσα πισθάγκωνα την φίμωσα και την τύφλωσα.

Πόσο κοστίζει η ψυχή της;

Την δική μου την έβγαλε στο σφυρί για 1000 Euro.

10 Euro νομίζω είναι καλά.

Το σημείωσα δίπλα στους προσαγωγούς

Στα κωλομέρια έγραψα.

«Από εδώ τζάμπα».

Θα προτιμούσα να τα έκανα tattoo αλλά ούτε τον χρόνο είχα ούτε την τέχνη ήξερα.

Πήγα στην θυροτηλεόραση.

- Θυρωρός; Θυρωρός; Που είσαι ρε μαλάκα;

- Ναι.

- Έλα στο διαμέρισμα της Βέρας. Τώρα.

- Ρε φίλε πλάκα κάνεις; Δεν έχει ασανσέρ.

- Κάνε ρε αυτό που σου λένε.

Σε πέντε λεπτά ήρθε.

Τον περίμενα στην πόρτα.

Τα μάγουλα του κατακόκκινα, έτοιμα να σκάσουν από την υπερπροσπάθεια.

Έδειχνε το ίδιο γελοίος όπως και πρώτα. Ίσως και περισσότερο.

- Ελπίζω να μην με ανέβασες τζάμπα. Τι συμβαίνει;

Τον έπιασα από το κεφάλι και το έγειρα δίπλα από τους ώμους μου.

Με παραμέρισε και εισέβαλλε..

Έδειχνε αποχαυνωμένος.

- Είναι λιπόθυμη. Με 10 Euro την γαμάς, φεύγεις και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Με κοίταξε διστακτικά.

- Ξέρεις, πάντα ήθελα να εκδικηθώ την τσούλα. Με αντιμετώπιζε περιφρονητικά και με απέχθεια. Τις προάλλες που είχε χαλάσει το γαμήδι με ανέβασε μέχρι εδώ για να σπάσει πλάκα με τις φίλες της. Όταν διαμαρτυρήθηκα με ταπείνωσε μπροστά τους. Σαν να ήμουν τίποτα.

Το ύφος του σκλήρυνε.

Έχωσε στην χούφτα μου ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα.

- Πάρ ‘το.

Περίμενα να κατεβάσει το φερμουάρ αλλά αντ’ αυτού κινήθηκε προς το ψυγείο. Πήρε ένα γυάλινο μπουκάλι με νερό της έλυσε τα μάτια και το άδειασε στην φάτσα της.

Η Βέρα συνήλθε.

Το κρύο νερό λειτούργησε ευεργετικά. Οι ρώγες τσιτώθηκαν.

Το βλέμμα της έφερε γρήγορες βόλτες. Έντρομο και έκπληκτο σταμάτησε στον θυρωρό. Τον ικέτευε...

- Τώρα τι έχεις να πεις πουτανίτσα; Δεν πιστεύεις ε; Κι όμως εγώ είμαι, ο Νίκος, ο θυρωρός. Το σκουπίδι. Το παιχνίδι που χρησιμοποιείς για να ικανοποιήσεις την μικροπρέπεια σου. Αυτό θα αλλάξει. Από δω και στο εξής θα έχω απόλυτη εξουσία επάνω σου. Θα είσαι η δούλα μου. Θα σε γαμάω όποτε μου καυλώσει. Άμα λάχει θα σε κατουράω κιόλας. Θα έρχομαι και θα πέφτεις στα γόνατα. Θα ξεκουμπώνεις το παντελόνι και θα μου τον πλένεις. Θα φέρνω πελάτες να σε πηδάνε. Να βγάζω και κάτι από τον μεγαλοαστό κώλο σου. Θα είσαι πάντα πρόθυμη, χαμογελαστή και θα λες ευχαριστώ. Αν δεν υποταχθείς σε ότι σου λέω, τα βίντεο και οι φωτογραφίες που θα σου τραβήξω θα κάνουν τον γύρο της πολυκατοικίας. Τι λέω! Σε όλη την γειτονιά, την Θεσσαλονίκη σε ολόκληρο τον κόσμο θα ταξιδέψουν.

Το μπουκάλι βυθίστηκε άγαρμπα στην κωλοτρυπίδα της.

Απεγνωσμένο γρύλισμα

Τα μάτια της γούρλωσαν.

Η σκηνή ήταν ακατάλληλη δια ανηλίκους.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, ψιλόβρεχε και αποφάσισα να περπατήσω.

Μετά από μερικές δρασκελιές τύψεις με κυρίευσαν. Δεν είμαι μισογύνης. Με έβρισε και το πλήρωσε. Ναι αλλά μπορώ να είμαι τόσο σκληρός; Η μήπως δεν ήμουν; Δεν ξέρω.

Όταν έφτασα στον Λευκό Πύργο είχα αποφασίσει ότι φέρθηκα ανέντιμα και έπρεπε να επανορθώσω. Στην τελική είμαι άντρας και πρέπει να παραδέχομαι τα λάθη μου.

Σε ένα διανυκτερεύον περίπτερο χάλασα τα δέκα ευρώ. Ξετύλιξα την τηλεκάρτα και σχημάτισα τον αριθμό του σπιτιού της Βέρας. Δεν ήταν δύσκολο να τον βρω. Ήταν περασμένος στο κινητό που δανείστηκα από την τσάντα της. Έκανα μια προσπάθεια να πάρω από αυτό δυστυχώς όμως δεν είχε μονάδες.

Χτυπούσε.

Ας το σηκώσει κάποιος γαμώτο.

- Εμπρός.

- Έλα Νίκο εσύ είσαι;

- Έλα ρε.

Με κατάλαβε αμέσως. Έχω χαρακτηριστική φωνή.

- Τι γίνεται;

- Μια χαρά. Φώναξα δύο φίλους και την γλεντάμε.

- Μου την δίνεις λίγο;

- Ότι πεις δερβίση. Μάγκες συρτέ την κατά δω. Με προσοχή ρε, δεν θέλω να φύγουν τα μανταλάκια από την θέση τους. Έλα σε ακούει.

- Συγνώμη ρε Βέρα, παραφέρθηκα. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Ειλικρινά συγνώμη.

Μουγκρητό συγχώρεσης.

Το πρόσωπο μου φωτίστηκε. Οι ερινύες δεν με κυνηγούσαν πια.

20
07:00 το πρωί.

Πολύ νωρίς για οτιδήποτε. Την άραξα σε ένα παγκάκι απέναντι από την λέσχη αξιωματικών. Ήταν βρεγμένο αλλά και εγώ δεν πήγαινα πίσω. Μασούλησα μια σοκοφρέτα. Ό δρόμος είχε αποκτήσει κάποια κίνηση. Σε κάνα μισάωρο θα γίνονταν της μουρλής.

Η ζωή μου δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε προσπάθησα να γίνω καλός εργαζόμενος και να ξεφύγω από το ελκυστικό πλέγμα του μικροαπατεώνα τυχοδιώκτη. Είχα άλλωστε όλα τα φόντα. Δυστυχώς όμως για κάθε βήμα προς την κατά κοινώς λεγόμενη επαγγελματική καταξίωση ακολουθούσαν δύο λανθασμένες επιλογές. Ήμουν ο άνθρωπος που δούλευε 14 ώρες για έναν πενιχρό μηνιαίο μισθό.

Ευτυχισμένος στην άγνοια μου είχα ανάγκη την δουλειά για να αντεπεξέλθω στο νοίκι και στους λογαριασμούς. Ήμουν η χαρά του κάθε εργοδότη που επιθυμεί η εταιρία του να απαρτίζεται από φτωχά στελέχη ώστε να τα χειραγωγεί ανάλογα.

Η διαφορά όμως απέναντι στους υπόλοιπους υπαλλήλους ήταν ότι ήμουν ιδιαίτερα έξυπνος και κατάλληλα καταρτισμένος στο αντικείμενο. Η θέση του λογιστή και τα εξειδικευμένα προσόντα μου επέτρεπαν να έχω βαθιά αντίληψη για την εικόνα της επιχείρησης και ως εκ τούτου να αποκτώ δύναμη και λόγο. Αυτό όμως ήταν επικίνδυνο.

Τα τσιράκια των αφεντικών, κάθε επιχείρηση έχει τα τσουτσέκια της, που τα περισσότερα μοιάζουν με μικροοργανισμούς σαν τις αμοιβάδες και είναι εύκολα αναγνωρίσιμα από το άθλιο ντύσιμο και το κουτοπόνηρο χαμόγελο, δεν καλόβλεπαν την ανερχόμενη εξέλιξη μου.

Για κάθε προοδευτική ιδέα, αναφορικά με τη αύξηση της παραγωγικότητας και μείωσης του κόστους. που έθετα υπό συζήτηση έφεραν δεκάδες αντιρρήσεις. Ήταν αδύνατον να αντικρούσω τις ηλίθιες ενστάσεις τους δημόσια γιατί δεν θα καταλάβαινε κανείς την διαφορά.

Αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα. Αν και τα λάθη είναι ανθρώπινα αυτοί για να τα κάνουν τελείως θάλασσα χρειάζονταν και την βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα κατάφερναν μάλιστα τόσο καλά ώστε το φταίξιμο έπεφτε στις πλάτες μου.

Η βλακεία έφτανε πάντα μέχρι την κορυφή της πυραμίδας. Τα αφεντικά αν και σκόνταφταν συχνά πάνω στις αλήθειες που τους υποδείκνυα, απλά σηκώνονταν και συνέχιζαν τον δρόμο τους.

Είχαν όμως και ένα άλλο κακό, τους είχαν βαφτίσει Χαράλαμπους. Χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί και στις δυο εταιρίες που εργάστηκα είχα τουλάχιστον ένα αφεντικό που το έλεγαν Μπάμπη.

Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το όνομα πέραν του ότι είναι καθαρά αντισεξουαλικό.

Παράδειγμα

Στιγμή κορύφωσης.

- Βάλτον μου Χαράλαμπε!!!.

Η γυναίκα πριν τελειώσει την προσφώνηση του ονόματος έχει ξενερώσει και παίρνει το υγρό για κολπικές πλύσεις.

Ερωτική σκηνή.

- Πως σε λένε μωρό μου;

- Χαράλαμπο!!

Ε δεν είναι όνομα αυτό ρε γαμώτο. Τιμωρία είναι.

Η μόνιμη σεξουαλική αυτή αδυναμία δημιουργεί χρόνιο κόμπλεξ. Ειλικρινά θα μπορούσα να αποδεχτώ τον κάθε Μπάμπη με τα ελαττώματα του αν δεν μου φανέρωνε τα ψυχολογικά σύνδρομα όποτε ζητούσα αύξηση.

Με δεδομένη την έλλειψη κινήτρου και την κατάρρευση των φιλοδοξιών αποχώρησα οικειοθελώς από την πρώτη εταιρία και γαμωσταυρίζοντας το αφεντικό από την δεύτερη.

21

Είχε πάει 07.30 και όλα αυτά είχαν πλέον πολύ μικρή σημασία.

Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να ξημερώσει για τα καλά. Χρειαζόμουν καφεδάκι για να έρθω στα ίσα όμως οι πενταροδεκάρες που κουβαλούσα επέτρεπαν μια και μόνο σπατάλη. Έπρεπε να επιδείξω υπομονή μέχρι της 11,00 που θα συναντούσα έναν τύπο με το παρατσούκλι Κάρολος.

Δεν είχαμε κανονίσει να βρεθούμε και βασικά, δεν τον ήξερα τον κύριο. Είχα πληροφορηθεί για την ύπαρξη του σε μία λέσχη που χαρτόπαιζα λίγους μήνες νωρίτερα. Σε τέτοια μέρη αν έχεις στημένα αυτιά και βουλωμένο στόμα συλλέγεις χρήσιμες πληροφορίες.

Εκείνο το βράδυ και ενώ με είχαν μαδήσει κανονικά έπιασα παρτίδες με κάποια άτομα που έπασχαν από την ίδια ασθένεια. Η χασούρα ήταν το κοινό μας συστατικό.

Ένας από αυτούς, προσπαθώντας να κερδίσει τις εντυπώσεις και πιθανότατα έχοντας πιει λίγο παραπάνω, μίλησε για κάποιον που έραβε και ξήλωνε στη νυχτερινή ζωή της Θεσσαλονίκης. Ήταν χωμένος παντού και οι επαφές που διατηρούσε με υψηλά ιστάμενα άτομα του επέτρεπαν να κινεί τα νήματα της παρανομίας απρόσκοπτα.

Η όλη εξιστόρηση μου κέντρισε το ενδιαφέρον και κερνώντας τον έναν ποτό έμαθα που συχνάζει. Και πάλι καλά που πρόλαβα, γιατί κάποιοι ή κάποιος δυσαρεστήθηκε με την στάση του και έστειλε κάτι καλόπαιδα να τον βγάλουνε καροτσάκι.

Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε την γνησιότητα της αγορασμένης πληροφορίας. Δεν ξέρω γιατί αλλά είχα την διαίσθηση ότι αυτή η γνώση κάπου θα μου χρησίμευε. Η προφητική διάθεση δεν διαψεύστηκε.

Ήμουν στεγνός από χρήματα και η σπιτονοικοκυρά ήταν η μοναδική γυναίκα που αδιαφορούσε παντελώς για την επιμελώς χτισμένη γοητεία μου. Το τελεσίγραφο περί εξώσεως μου είχε κοινοποιηθεί προ πολλού και μάταια προσπάθησα να την πείσω να παίξουμε τον γιατρό. Υπό την σκέπη αυτών των συνθηκών η συνάντηση με τον Κάρολο αποτελούσε μάλλον αδήριτη ανάγκη.

Ό ήλιος κρυμμένος πίσω από πυκνά σύννεφα μάλλον δεν θα μας τιμήσει σήμερα με την παρουσία του. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να στοιβάζονται και τα κορναρίσματα δίνουν και παίρνουν. Βαρέθηκα γαμώτο αλλά πρέπει να περιμένω κάνα δίωρο ακόμα.

Ένα στρατιωτικό τζιπ σταματάει στην είσοδο της λέσχης. Ψηλός μπάρμπας κατεβαίνει και 6 πιτσιρίκια ,αν μέτρησα καλά, ντυμένα στα χακί βαράνε προσοχή. Την ίδια ακριβώς στιγμή θυμάμαι ότι με ξύνουν τα αρχίδια.

Ο μπάρμπας κοιτάζει επιβλητικά γύρω του. Δεν έχει πάρει πρέφα ότι όλοι τον έχουν γραμμένο. Ακόμα και τα παλικάρια που στέκονται σούζα θα τον έχουν χεσμένο σε μερικούς μήνες. Όσο για μένα αφού τακτοποίησα την ανάγκη και ηρέμισα αφήνω το κύμα σκέψης να με παρασύρει στην δική μου θητεία.

Παρουσιάστηκα στη Θήβα στο κέντρο εκπαίδευσης πυροβολικού έναν ξεχασμένο Σεπτέμβρη. Όταν πέρασα την πύλη συνειδητοποίησα ότι ,σύμφωνα με το γνωμικό που λέει ότι η εξουσία μαρτυρά τον χαρακτήρα του άντρα, οι κάφροι θα με γαμούσαν πατόκορφα. .

Δεν είχα προλάβει να κλείσω μήνα και διαπληκτίστηκα με έναν υπολοχαγό. Ένα παιδαρέλι ήταν ουσιαστικά που μόλις είχε αποφοιτήσει από την Ευελπίδων και παρίστανε τον Άρη.

Πολεμοχαρής στα φρύδια, σε μια επιθεώρηση διάλεξε λάθος ψάρι για να περάσει την γραμμή του. Στάθηκε μπροστά μου και άρχισε να στεναχωριέται για τα κουμπιά της στολής, την κατάσταση των αρβύλων και το στρώσιμο του κρεβατιού.

Δεν έδινα δεκάρα για την στεναχώρια του αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο τα πήρε και ξέστρωσε το κρεβάτι. Στην κυριολεξία άρχισε να ουρλιάζει πέταξε το στρώμα στο πάτωμα και τα κλινοσκεπάσματα έξω από το παράθυρο.

Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι εδώ και έναν μήνα δεν είχε περάσει ούτε καθαρίστρια ούτε καμαριέρα. Επιπλέον το χακί δεν μου πήγαινε σαν χρώμα και θα προτιμούσα να βάλω μπλε κουστούμι. Τον διαβεβαίωσα τέλος, ότι όποιος εχθρός και αν διαφαίνονταν στον ορίζοντα θα τον αντιμετώπιζα μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος μου σαν πολιτισμένος άνθρωπος.

Χάρηκα οι υπόλοιποι φαντάροι και αυτός το διασκέδαζαν. Ήμουν έτοιμος, για να διατηρηθεί το ευχάριστο κλίμα, να τους προσκαλέσω στο Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος και να κεράσω μπίρες. Ώσπου έκανε το μοιραίο λάθος. Με ειρωνεύτηκε.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση σχετικά με την ποιότητα του εγκεφάλου μου και αισθάνθηκα ένα τσίμπημα στο δεξί γόνατο σαν κάποιος να το χτυπάει με σφυράκι. Ενστικτωδώς το πόδι απλώθηκε και συνάντησε τον ανδρισμό του.

Η ατμόσφαιρα αυτομάτως ηλεκτρίστηκε. Έκανε να φύγει και θα του το επέτρεπα αν προηγουμένως είχε συμμαζέψει ότι έκανε μαντάρα. Διαφωνήσαμε και σε αυτό το θέμα. Ο στρατιωτικός νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις είναι σαφής. Επιβάλλεται συμπλοκή.

Το κωλόπαιδο παρόλη την μεμψίμοιρη εμφάνιση ήταν αρκετά δυνατό. Ήξερε κάποιες ομολογουμένως αξιοσημείωτες λαβές, δεν είχε ιδέα όμως πώς παλεύουν στους δρόμους.

Δύο δαγκωματιές στο ύψος του λάρυγγα καθόρισαν την έκβαση της μάχης. Κέρδισα αυτοδίκαια τον σεβασμό των συναδέλφων και επίσης εξασφάλισα 20 μέρες φυλακή και υποχρεωτική συνέντευξη σε έναν ψυχίατρο.

Ο γιατρός δεν διαπίστωσε κάτι μεμπτό στην συμπεριφορά και έτσι το στρατιωτικό κατεστημένο με επανένταξε μάλλον με περιφρόνηση στους κόλπους του.

Ο καιρός στο κέντρο πέρασε αρκετά γρήγορα και κατόπιν καταθέσεως των διαπιστευτηρίων ήρεμα. Όμως επειδή τίποτα δεν είναι τόσο κακό ώστε να μην μπορεί να γίνει χειρότερο ήρθε η πρώτη μετάθεση.

Το φύλλο πορείας ανέγραφε Ελευθερούπολη. Την γενέτειρα. Ανάμεικτα συναισθήματα σαν χυμός ροδάκινο-βύσσινο ανακάτεψαν το στομάχι. Ήμουν πεπεισμένος ότι έπρεπε να φοβάμαι κάποια πράγματα αλλά ήταν αδύνατον να γνωρίζω ποια ακριβώς είναι αυτά.

Στάθηκα και πάλι μπροστά σε μια πύλη. Αυτή αν και μικρότερη ήταν πιο περιποιημένη. Απόθεσα το σακίδιο και περίμενα την επιτροπή υποδοχής.

Ένας αρχιλοχίας ζήτησε τα χαρτιά. Τα ξεδίπλωσε και με κοίταξε εξονυχιστικά. Το πρόσωπο του πέτρωσε.

- Καλώς τον. Σε περιμέναμε.

Με βλοσυρό τόνο διέταξε έναν στρατιώτη, παλιοσειρά , να τσεκάρει τα υπάρχοντά μου. Όση ώρα ψαχούλευε ένας άλλος με προσέγγισε.

- Το νου σου αδερφέ. Θέλουν να σε φάνε.

Αυτός που εξέταζε τον σάκο έβγαλε επιφώνημα έκπληξης λες και ανακάλυψε την Αμερική.

- Τι έχουμε εδώ;

Ανέσυρε δυο μπουκάλια με Whisky. Ήταν τόση η χαρά που άρχισε να τα ανεμίζει. Για μια στιγμή πίστεψα πως θα τα έπινε και έσφιξα την γροθιά.

- Αρχιλοχία, δες τι κουβαλάει ο ψαράς.

Γονάτίσε πάνω από το λουκάνικο.. Όταν τελείωσαν την εξερεύνηση πέρα από το αλκοόλ είχαν φέρει στην επιφάνεια 23 πακέτα τσιγάρα, 6 πορνοπεριοδικά εκ των οποίων το ένα συλλεκτική έκδοση καθώς και το στιλέτο.

Ενημέρωσαν τον διοικητή τηλεφωνικά. Δύο γεροδεμένοι λοχίες με πήραν αλα μπρατσέτα και αντί να με οδηγήσουν στο κτίριο όπου στεγάζονταν οι κοιτώνες ακολούθησαν ένα μονοπάτι στο τέρμα του στρατοπέδου.

Πίσω από μία περίφραξη με ατσαλόσυρμα ξεχώριζε ένας καφέ οικίσκος. Ο χώρος ζήτημα να ήταν έξι τετραγωνικά. Δεν είχε κρεβάτι και βρωμούσε από τα ξεραμένα περιττώματα του προηγούμενου κάτοικου.

Βολεύτηκα στην γωνία πού απείχε περισσότερο από την χέστρα. Δεν είχε παράθυρα και είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.

Όταν άνοιξε η πόρτα είχε ήδη σουρουπώσει. Κάπνα και μπόχα συναγωνίστηκαν ποια θα κόψει πρώτη το νήμα. Κέρδισε η πρώτη.

Ένας γκριζομάλλης με πολλά αστέρια στο πέτο στέκονταν ένα μέτρο μακριά κρύβοντας τον ουρανό.

Δεν τόλμησε να μπει. Με διέταξε να βγω. Τον άκουσα μόνο και μόνο επειδή ήθελα να ξεμουδιάσω λιγάκι.

- Είμαι ο Διοικητής.

- Χάρηκα.

- Κόψε την ειρωνεία και πρόσεξε καλά τι θα σου πω. Έχεις δύο επιλογές. Η θα συμμορφωθείς και θα κόψεις τα νταηλίκια ή…

- ή…….

- Η θα βλέπεις την πατρίδα σου από την μακαρονότρυπα. Έγινα σαφής;

Δεν μου φάνηκε άσχημη ιδέα, το δεύτερο σκέλος, αλλά δεν ήμουν αρκετά ηλίθιος ακόμα για να μην συνθηκολογήσω.

- Έγινες.

- Ωραία συνεννοηθήκαμε.

Στράφηκε στους άλλους που τον συνόδευαν.

- Πάρτε τον. Φροντίστε να του βρείτε κρεβάτι για απόψε. Να κάνει μπάνιο και να φάει.

Τι μπάνιο και μαλακίες. Μόλις μου έδειξαν που θα αράξω έπεσα ανάσκελα.

Πέρασαν κάποιες βδομάδες μέχρι να βρω τους ρυθμούς μου. Στο μεταξύ είχα γνωρίσει τον Billako, τον φαντάρο που μου είχε πει να φυλάγομαι. Κάναμε παρέα και μου έδειξε τα κατατόπια. Δεν ήμασταν αυτό που θα αποκαλούσε κάποιος κολλητοί.

Είχαμε διαπιστώσει ότι τα χνώτα μας δεν ταιριάζουν, τα δικά του βρώμαγαν χασίς και τα δικά μου ελπίδα. Συμφωνήσαμε σιωπηρά να μην μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου.

Η φιλία μας είχε οικοδομηθεί σε στέρεες βάσεις όμως δεν πρόλαβε να ανθήσει μιας και ο Billakos λίγο αργότερα αυτοκτόνησε. Μαζί του έφυγε και ο Διοικητής με δυσμενή μετάθεση.

Ο διάδοχος ήταν στρατιωτικός καριέρας αποφασισμένος να επιβάλλει την τάξη. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα και το βρήκε .Η διαταγή ήταν απλή. Στέρηση εξόδου έπ’ αόριστον και καθημερινή υπηρεσία 04,00-06,00 σκοπιά στον όρχο.

Στην αρχή ήταν διασκεδαστικό. Ξυπνούσα στις 03,30 ετοίμαζα καφέ και ανέβαινα στην υπερυψωμένη σκοπιά. Από εκεί αγνάντευα την Ελευθερούπολη με τα πολύχρωμα φωτάκια και περίμενα να γευτώ την ανατολή.

Ήρθε ο χειμώνας και το κρύο ήταν αβάσταχτο. Είχα μάθει το τοπίο απ’ έξω και ανακατωτά. Είχα μετρήσει όλα τα δεντράκια, όλα τα παραθυράκια, όλα τα σπιτάκια και όλα τα γαμημένα φωτάκια μέχρι τον ορίζοντα που έφθανε η ματιά μου.

Ακόμα και τα σκληρά καρύδια σαν την αφεντιά μου κάποια στιγμή σπάνε. Για μένα το κρίσιμο χρονικό σημείο είχε φτάσει. Δεν έβρισκα πλέον τίποτα χαριτωμένο στο να ξεπαγιάζω πρωινιάτικα και αποφάσισα να βρω τρόπους διαφυγής.

Σε μια υπηρεσία πήρα το κράνος και άρχισα να το κοπανάω στον μηνίσκο μέχρι να φουσκώσει. Δεν είχα όμως σκηνοθετήσει καλά το σενάριο του υποτιθέμενου ατυχήματος και έτσι ούτε στο νοσοκομείο κατέληξα, όπως θα επιθυμούσα, ούτε έγινα πιστευτός.

Το μόνο που πέτυχα ήταν σε όλες τις αγγαρείες που εκτελούσα καθημερινά να προστεθούν και τα μαγειρεία. Συνέχισα να σκέφτομαι λύσεις. Είχε γίνει έμμονη ιδέα. Τώρα πια έβλεπα καθαρά. Έπρεπε να ξεφύγω μια και καλή.

Ένα πρωί ενώ είχα τελειώσει την σκοπιά με ειδοποίησαν να ξαναζωθώ τα άρματα και να επιστρέψω στην θέση μου. Ρώτησα ποιος μαλάκας το είπε. Η απάντηση ήταν αυτονόητη, ο διοικητής.

Γαμάω εγώ διοικητές και τα πάντα.

Πήγα στα αποχωρητήρια και έσπασα έναν καθρέφτη. Πήρα ένα κομμάτι γυαλί και όρμησα στο γραφείο του στρατόκαυλου πούστη. Εκείνη την στιγμή βρίσκονταν σε σύσκεψη. Συζητούσαν πώς θα κατακτήσουν την Κορέα, την Ιαπωνία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά δεν με ένοιαζε. Κλώτσησα την πόρτα.

Τρία άτομα σκυμμένα πάνω από τραπέζι με απλωμένους κάμποσους χάρτες με κοίταξαν εμβρόντητοι και φανερά αιφνιδιασμένοι.

- Πως τολμάς; Πέρασε έξω. Να βγεις στην μεσημεριανή αναφορά της πυροβολαρχίας.

Χαμογέλασα πονηρά.

Είχε πλάκα να τους βλέπεις να γκαρίζουν χωρίς να λένε τίποτα ουσιαστικό. Αυτοί οι άνθρωποι διαχειρίζονταν την άμυνα ενός έθνους και όμως δεν μπορούσαν να χειριστούν έναν απλό φαντάρο.

Έξω από το γραφείο είχαν μαζευτεί αρκετά τσογλάνια με τσατσόσημα. Ο τόπος βούιζε από τα ποδοβολητά.

Άναψα τσιγάρο και έκλεισα την πόρτα

Χωρίς να χαμηλώσω στιγμή το αλαζονικό βλέμμα, τους έδειξα το γυαλί.

Τραβήχτηκαν.

Το πέταξα πάνω στους χάρτες.

Μόνο εγώ είχα κάτι σημαντικό να πω.

- Η καριέρα σας κύριοι τελειώνει, απόψε. Έχω ακόμα ένα κομμάτι, ίδιο και κοφτερό σαν αυτό, να είστε σίγουροι ότι θα το χρησιμοποιήσω. Είναι αργά ακόμα και για συγνώμη. Τώρα εγώ παίζω μπάλα.

Δεν μίλησαν. Τους άφησα σκεφτικούς.

Πήγα στην αίθουσα ψυχαγωγίας και πήρα καφέ. Σε μια ώρα βγήκε ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. Με ζητούσαν στο ιατρείο επειγόντως.

Ήπια αργά και ηδονικά το υπόλοιπο που περιείχε το πλαστικό ποτήρι.

Ξαναβγάλανε ανακοίνωση.

Παρήγγειλα και δεύτερο.

Κοίταξα το ταβάνι.

Billako, βλέπεις ρε , δεν σε ξέχασα. Αύτη η εκδίκηση ανήκει και στους δυο.

Το τρελόχαρτο βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες.

Το ίδιο απόγευμα έπινα μπίρες στην Ελευθερούπολη και επιτέλους χάζευα το στρατόπεδο απ’ έξω . Έζησα 4 μήνες σε εκείνο το κολαστήριο και όμως είχα την αίσθηση ότι πέρασαν χρόνια.

Εκπλήρωσα την τυπική υποχρέωση προς την πατρίδα και περίμενα τώρα την ανταμοιβή της. Ακόμα την περιμένω.

Έπιασα ένα στρατιωτικό εμβατήριο και άφησα πίσω τις θλιβερές σκέψεις.


22

Κοίταξα το ρολόι. 10,30 ώρα να του δίνουμε.

Βρήκα το μέρος που σύχναζε ο Κάρολος

Καμιά δεκαριά άτομα απολάμβαναν το πρωινό τους ρεμβάζοντας.

Ποιος από όλους ήταν;

Έκατσα σε κεντρικό τραπέζι για να τσεκάρω τους θαμώνες και να κόβω κίνηση.

Σχεδόν αμέσως ήρθε μια πιτσιρίκα για παραγγελία.

Δεν είχα όρεξη για πολλά-πολλά.

- Γαλλικό.

Όλοι έμοιαζαν με συνταξιούχους του δημοσίου. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο από αυτά τα κακόμοιρα ανθρωπάκια.

Η κοπέλα επέστρεψε κρατώντας τον αχνιστό καφέ.

- Να σε ρωτήσω κάτι;

- Ορίστε.

- Κάποιος κύριος που τον φωνάζουν Κάρολο……

Το γλυκό της χαμόγελο με αποχαιρέτησε.

- Δεν ξέρω κανέναν.

- Μα μου είπαν……..

Έστρεψε με αγένεια τα οπίσθια.

Μου ήρθε να τρέξω και να της χώσω το κουταλάκι στο ρουθούνι αλλά τελικά το φόρτωσα με ζάχαρη και το βούτηξα στην κούπα.

Τελείωσα το ρόφημα και απογοητευμένος. στριφογυρνούσα ψάχνοντας την γκαρσόνα. Και όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ανακαλύψεις διαισθάνθηκα μια διακριτική επιτήρηση, κατά λάθος.

Σε παρακείμενο τραπέζι δύο συμπαγείς άνθρωποι σαν παρασιτικά μονοκύτταρα πρωτόζωα με μαστίγωναν με υπεροπτικό ύφος και άφηναν εκδορές σε κάθε σπιθαμή μου.

Ένιωσα άβολα.

Η μόνη εξήγηση που μπορούσα να δώσω ήταν ότι μάλλον προσέβαλα την αισθητική τους. Η λάμα του στιλέτου πετάχτηκε αθόρυβα χάρη σε χλιαρό προκαθορισμένο βήξιμο .

Ήμουν έτοιμος για το αναπάντεχο.

Σούφρωσα τα χείλη και έστειλα φιλάκια στον ψηλό της παρέας. Ο κοντός ζήλεψε, σκούντηξε τον άλλον που είχε κολακευτεί και με νεκρική πρεμούρα κόπιασαν .

Τράβηξαν με κρότο τις καρέκλες.

Πριν καν ανταλλάξουμε κουβέντα ένιωσα κάτι σκληρό να οπλίζει απειλώντας την ανδρική μου φύση. Την ίδια στιγμή ο ψηλός ξεροκατάπιε με ταραχή.

Ο κοντός με παρακίνησε να κοιτάξω κάτω από το τραπέζι. Έγειρα. Είδα κάνη από περίστροφο να σημαδεύει τα αχαμνά μου.

- Έχεις καλό φύλλο. Σκύψε να δεις και το δικό μου.

Καθώς χαμήλωσε αντίκρισε το στιλέτο να γαργαλάει τα αρχίδια του κολλητού του.

Ήμασταν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα.

Το μαγαζί είναι γεμάτο, προτείνω να μαζέψουμε εσύ το μαχαιράκι, εγώ το πιστολάκι και να ανεβάσουμε τα χεράκια μας σαν καλά παιδάκια.

Συμφώνησα.

Με ταχυδακτυλουργική κίνηση το όπλο βρέθηκε στην θήκη κάτω από την μασχάλη του. Μάζεψα το στιλέτο και σταύρωσα τα χέρια.

- Λοιπόν φίλε μάθαμε πως κάνεις περίεργες ερωτήσεις. .

- Και σας τι σας κόφτει;

- Να μωρέ φαίνεσαι ξηγημένο παλικάρι και δεν θέλουμε να πάθει κάτι ανεπανόρθωτο η υγεία σου.

Ο ψηλός σκάλισε την μύτη και περιεργάστηκε τα ευρήματα της ανασκαφής.

- Πέσ’ του τουλάχιστον να πάρει μια χαρτοπετσέτα Αηδία είναι.

- Κόφτο ρε μαλάκα.

Ο ψηλός μορφάζοντας σκούπισε τον παράμεσο στην γωνία του τραπεζιού.

Χτύπησε το κινητό του κοντού.

- Είναι η τυχερή σου μέρα. Ο Κάρολος θέλει να σε γνωρίσει.

- Ωραία.

Ένας συνταξιούχος με γυαλιστερή φαλακρίτσα και αρρωστημένο συκώτι σηκώθηκε από απέναντι. Ήταν από την αρχή εκεί. .

Τράβηξε την τέταρτη καρέκλα.

- Ποιος είσαι, τι θέλεις και ποιος είπε ότι θα με βρείς εδώ;

- Με λένε Δημήτρη, χρειάζομαι χρήματα και ότι θα είσαι εδώ μου το σφύριξε ένα πουλάκι..

- Πρώτον το πουλάκι αυτό δεν έχει πλέον ούτε ράμφος ούτε φτερά. Δεύτερον, σου μοιάζω για τράπεζα;

- Όχι.

- Για τοκογλύφος; Μήπως για φιλανθρωπικό ίδρυμα;

- Όχι.

- Σωστά. Επειδή όμως σε συμπάθησα ξαναπέρνα σε κάνα μήνα που θα αδειάσει θέση στο μαγαζί με τα είδη υγιεινής,. Από πωλήσεις ξέρεις;

Σηκώθηκα νευριασμένος.

- Φίλε αν είναι να συνεχίσεις τις μαλακίες καλύτερα να φεύγω.

Ο ψηλός και ο κοντός τσιτώθηκαν έτοιμοι να χιμήξουν.

Τους έπιασε από τον ώμο

- ήσυχα..

Στράφηκε σε μένα.

- Σε γουστάρω έχεις κότσια. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως έχω κάτι. Μείνε με τα παιδιά σήμερα. Γνωριστήκατε;

- Δεν είχα την τιμή.

Μου έδειξε τον ψηλό.

- Ο Ψαλίδας.

- Χάρηκα.

Μου πρότεινε το χέρι.

Θυμήθηκα τις μύξες.

- Άστο.

Ντράπηκε.

- Και από εδώ ο Γροθιάς. Το καλύτερο παιδί. Α, και που είσαι αν μου μιλήσεις ξανά έτσι θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα πεις. Εντάξει;

- Εντάξει.

Μείναμε οι τρεις μας.

Έπιασα κουβέντα με τον κοντό.

- Πώς και σε έβγαλαν Γροθιά;

Έσφίξε τις μπουνιές με περηφάνια. Οι φλέβες κόντευαν να σκάσουν. Μου τις έδειξε.

- Αυτά είναι πραγματικά όπλα.

23

Η ιστορία του Γροθιά.

Ήμουν πυγμάχος ελαφρών βαρών. Ανίκητος. Δεν έβγαζα όμως αρκετά και τα χρέη στοιβάζονταν.

Μια μέρα ήρθε ο μάνατζερ και πρότεινε μια φοβερή ευκαιρία. Να πυγμαχήσω με έναν πιτσιρικά καινούριο στον χώρο που θέλοντας να διακριθεί με προκάλεσε. Νίκη σήμαινε το 80% των εσόδων. Ο μικρός δεν ενδιαφέρονταν για χρήματα. Το μόνο που ήθελε ήταν να κλέψει λίγη δόξα. Εγώ πάλι ήξερα πως η δόξα δεν τρώγεται.

Τότε έκανα μια πολύ επικερδή όπως φάνταζε σκέψη. Αφού δεν φαίνονταν ποιος ποντάρει και που, να στοιχηματίσω εναντίον μου.

Είχε έρθει η ώρα να τα αρπάξω χοντρά. Εμπιστεύτηκα έναν φίλο και του έδωσα όλο το κομπόδεμα. Ότι είχα βγάλει με ίδρώτα και αίμα 7 γαμημένα χρόνια. Κάπου 50,000 Euro, σημερινά. Θα έπαιρνα τα δεκαπλάσια αρκεί να ξάπλωνα κάτω.

Ανέβηκα στο ρινγκ και το μυαλό ταξίδευε σε παραμυθένια νησιά. Απέραντες παραλίες και ομπρελίτσα στο ποτήρι.

Ανέβηκε και ο πιτσιρικάς. Τα μάτια του έλαμπαν.

Χτύπησε το καμπανάκι.

Ανταλλάξαμε κάποια αναγνωριστικά χτυπήματα και έτσι έληξε ο πρώτος γύρος. Είχα αποφασίσει να πέσω στον τρίτο.

Με το ξεκίνημα του δεύτερου άρχισα να εγκαταλείπω. Ο μικρός ήταν πολύ δυνατός και οι γροθιές του τσαλάκωναν τον εγωισμό μου. Καυτό αίμα ανάβλυζε από σκίσιμο στο φρύδι και με τύφλωνε.

Να από εδώ και μου έδειξε το σημάδι που άφησαν τα ράμματα.

Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι και το νοκ άουτ θα επέρχονταν τελείως φυσιολογικά. Τελείωσαν τα δύο λεπτά και ο διαιτητής μας έστειλε στις γωνίες.

Ένας γύρος με χώριζε από το όνειρο.

Όρμησα στον αντίπαλο άτσαλα και δέχτηκα αυτόματα έναν καλό συνδυασμό. Παραπάτησα και έπεσα στα σχοινιά. Το τσογλάνι με καθήλωσε πάνω τους και άρχισε να με χτυπάει με λύσσα. Δεν ήθελε μόνο να κερδίσει γούσταρε να μου κάνει και ζημιά.

Συνέχισε να χτυπάει. Τα δύο λεπτά πίστεψε με ήταν ατελείωτα. Πέθαινα. Άπλωσα το χέρι ενστικτωδώς ίσα-ίσα για να τον σπρώξω και να μπορέσω να σωριαστώ. Δεν θυμάμαι καν να τον ακούμπησα. Και τι κάνει το κωλόπαιδο; Σε ρωτάω τι κάνει;

Πέφτει.

Άκουγα φωνές, τα μάτια αδύνατον να ανοίξουν σκεφτόμουν τον φίλο σαν γαλιάντρα να μαρτυράει την κομπίνα. Ο διαιτητής άρχισε να μετράει. Τρελάθηκα. Ήμουν υποβασταζόμενος στα σχοινιά με ανάπηρη θέληση και ακρωτηριασμένα όνειρα. Ανίκανος να αντιδράσω έβλεπα την ελπίδα να δραπετεύει με πλαστό διαβατήριο ενώ ο άλλος ο μαλάκας συνέχισε να μετράει. 10 αναφώνησε. Εκεί τελείωσαν όλα.

Με την λήξη με πήγαν στο νοσοκομείο όπου διαπίστωσαν προσωρινή τύφλωση. Απαγόρευσαν να ξανασχοληθώ με το άθλημα διότι το επόμενο χτύπημα στο συγκεκριμένο σημείο θα κληρονομήσει μόνιμη γκαβομάρα.

Βασικά φτηνά την γλίτωσα.

Σε λίγο κατέφθασε ο μάνατζερ μες την τρελή χαρά. Μου έδωσε 5 χιλιάρικα. Τα κέρδη σου, είπε.

24
- Αργήσαμε και πρέπει να πηγαίνουμε. Έλα Ψαλίδα, σήκω. Και σταμάτα γαμώ το κέρατο μου να την σκαλίζεις.

- Που πάμε;

- Θα δεις.

Λίγο πιο κάτω ο Ψαλίδας ξεκλείδωσε ένα λευκό αυτοκίνητο.

Επιβιβαστήκαμε.

Ο Ψαλίδας άρχισε να ψάχνει σταθμούς στο ραδιόφωνο.

- Ρε Ψαλίδα, εσένα γιατί σε φωνάζουνε έτσι;.

Άσε είπε ο Γροθιάς, δύσκολα του παίρνεις λέξη εγώ θα σου πω.


Η ιστορία του Ψαλίδα.


Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του δεν τα πήγαιναν καλά και χώρισαν όταν ήταν μόλις έξι χρονών. Η μάνα του κέρδισε την κηδεμονία και τον πήρε μαζί της στην Αθήνα. Όμορφη γυναίκα, 35 ετών, το μουνάκι της έβραζε. Άρχισε να κουβαλάει αγαπητικούς. Κάθε μέρα και διαφορετικό. Ο Λυκούργος, έτσι είναι το πραγματικό όνομα του Ψαλίδα, δεν ένιωσε ποτέ στοργή. Όποτε ζητούσε κάτι τον ξυλοφόρτωνε. Μια φορά τον έπιασε να ψαχουλεύει την τσάντα της. Τον έκλεισε τρεις μέρες σε μια μικρή αποθήκη χωρίς νερό και φαγητό λέγοντας του ότι αφού αποφάσισε να γίνει κλέφτης καλό είναι να συνηθίσει και την ζωή ενός κλέφτη.. Δεν πήγε ποτέ σχολείο. Ο πατέρας του πλήρωνε διατροφή και από εκεί και πέρα δεν τον ενδιέφερε τίποτα. Μεγάλωσε και έφτασε τα δεκαέξι. Η μάνα του από τα πολλά γαμήσια έσπασε και σπίτωσε έναν γκόμενο για να τακτοποιεί τις όποιες ανάγκες της. Ο γαμιάς όμως δεν έστεκε καλά. Ένα βράδυ μετά το πήδημα την έσπασε στο ξύλο. Την άφησε σε ημι-λιπόθυμη κατάσταση και πήγε στο δωμάτιο του Λυκούργου που κοιμόνταν. Ο μάγκας αφού τον έδεσε, τον βίασε. Και δεν έφτανε μόνο αυτό το πρωί η μάνα του θέλοντας να εκτονώσει το μίσος για τα δεινά της όπως τον βρήκε δεμένο να κλαίει άρπαξε μια ζώνη και τον μαύρισε. Το βράδυ ο τύπος ξαναφάνηκε. Άρχισαν με την λεγάμενη να πίνουν μπίρες και να χαζογελάνε. Κάποια στιγμή την άρπαξε από τον σβέρκο και την γύρισε μπρούμυτα στον καναπέ. Όσο την ξέσκιζε με μανία ο Λυκούργος πήγε μουλωχτά από πίσω του. Ύψωσε το ψαλίδι που είχε πάρει από το συρτάρι της ραπτομηχανής και το κάρφωσε στο δεξί τύμπανο του μπάσταρδου. Η μάνα του άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της και να τον γρονθοκοπεί στο στήθος. Τι έκανες μαλακισμένο, δεν είσαι εσύ παιδί. Κατάρα είσαι. Να σαπίσεις στην φυλακή να ησυχάσω γαμημένε, ίδιος ο πατέρας σου. Μακάρι να σε βάλουν στην ηλεκτρική καρέκλα και να σε φιλήσω παγωμένο. Ατάραχος ξεσφήνωσε το ψαλίδι από το αυτί του μάγκα που αγνάντευε σαν άγαλμα και έριξε μπουνιά στην μάνα του. Την καβάλησε και πάτησε τα χέρια της με τα γόνατα του. Ανασήκωσε το δαντελένιο σουτιέν και βύζαξε τα μαστάρια που δεν τον είχαν θρέψει ποτέ. Έβαλε έπειτα τις ρώγες ανάμεσα στο ψαλίδι και τις απέσπασε από το υπόλοιπο στήθος. Ούρλιαζε μα μια δεύτερη σφαλιάρα την ηρέμισε. Κατέβηκε από πάνω της και την οριζοντίωσε. Τοποθέτησε έπειτα το αριστερό της πόδι στην πλάτη του καναπέ και το άλλο να κάνει ορθή γωνία ακουμπώντας στο πάτωμα. Έσκυψε και είδε το πράμα που τον γέννησε. Το μύρισε. Πήρε την κλειτορίδα στο στόμα την πιπίλησε και την ρούφηξε. Όπως τεντώθηκε την στερέωσε στο ψαλίδι και την έκοψε. Με πρόσωπο γεμάτο αίμα ανακατωμένο με κολπική βλέννα κάλεσε την αστυνομία και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Εκεί τον συνέλαβαν. Τσίμπησε 11 χρόνια λόγω της φρικαλεότητας του εγκλήματος. Εξέτισε ολόκληρη την ποινή και βγήκε πριν από 6.

25

Το αμάξι σταμάτησε απέναντι από δημοτικό σχολείο. Ο Ψαλίδας κατέβηκε. Τον κοίταζα με δέος καθώς διέσχιζε τον δρόμο. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Ένα κοριτσάκι με σάκα στην πλάτη έτρεξε και τον αγκάλιασε. Την σήκωσε ψηλά και την φίλησε.

- Κόρη του;

- Όχι δεν έχει παιδιά. Η μονάκριβη του αφεντικού είναι, η Δανάη.

- Και εμείς τι παριστάνουμε τις γκουβερνάντες;

Γέλασε ο Γροθιάς.

- Όχι ρε, τις Babysitter.

Πήρε από το χέρι την μικρή, την έφερε στο αυτοκίνητο και την έβαλε να καθίσει δίπλα μου.

- Πως σε λένε;

- Δημήτρη.

- Εμένα Δανάη. Σου αρέσει η τσάντα μου;

- Ωραία είναι.

- Δημήτρη πεινάω.

Πεινάς μικρούλα είπε ο Ψαλίδας.

- Ναι, πολύ.

- Και τι θέλεις;

- Πίτσα.

- Ότι πει η πριγκίπισσα.

Ο Γροθιάς διαφώνησε.

- Εγώ θέλω σάντουιτς. Σταμάτα εδώ να πάρω.

Γκάζωσε.

- Τι κάνεις ρε μαλάκα; Σου είπα να παρκάρεις.

- Θα φας ότι και οι υπόλοιποι. Η μικρή πεινάει και δεν θέλω να καθυστερήσω.

- Είσαι μεγάλος γλείφτης.

Φρέναρε απότομα.

- Πάρ’ το πίσω.

- Δεν παίρνω τίποτα πίσω. Είσαι γλείφτης. Κάνεις όλα τα χατίρια στην κόρη του αφεντικού για να ανέβεις στην υπόληψη του. Τέτοιος ήσουν πάντα.

Ο Ψαλίδας κοκκίνισε. Τράβηξε ρεβόλβερ και σκόπευσε τα μούτρα του Γροθιά.

- Πάρ’ το πίσω.

- Πάρε το κουμπούρι από μπροστά μου. Σου

είχα πει να μην με απειλήσεις ξανά.

- Κύριοι ηρεμία.

Το περίστροφο στράφηκε κατά πάνω μου.

- Κύριοι συνεχίστε καλύτερα.

Το όπλο ξανασημάδεψε τον Γροθιά.

Τινάχτηκε σαν αίλουρος, έπιασε τον καρπό που κρατούσε το όπλο και τράνταξε το σαγόνι του Ψαλίδα.

Η κάνη μία χαιρετούσε εμένα και μια την Δανάη. Την γράπωσα και πήγα να ανοίξω την πόρτα. Ήταν αργά. Το όπλο εκπυρσοκρότησε.

Παγώσαμε.

Το χεράκι της γλίστρησε απαλά μέσα από το δικό μου. Τα βλέμμα της κόλλησε στην οροφή. Το αγνό μυαλουδάκι χύθηκε στην καπηλιέρα, ότι αίμα υπήρχε στο κεφάλι μαστίγωσε το πίσω τζάμι και το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου αναπαύθηκε στον αριστερό μου ώμο.

Αμηχανία και τρόμος.

Τη γαμήσαμε είπε ο Ψαλίδας.

Τη γαμήσαμε είπε ο Γροθιάς.

Τη γαμήσαμε, συμφώνησα.

Κόσμος σύρρεε από κάθε στενό, από κάθε γωνία. Ακόμα και από τους υπονόμους .

Οι πιο τολμηροί με σύμμαχο την περιέργεια πλησίαζαν διστακτικά.

Χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο του αυτοκινήτου.

Ο Ψαλίδας έσκυψε να δει τον αριθμό κλήσης.

- Σκατά! Ο Κάρολος είναι γαμώτο.

Γροθιάς

- Ε, και τι περιμένεις; Σήκωσε το.

- Τι λες βρε τέρμα ηλίθιε! Και τι να του πω; Έλα αφεντικό, κοίταξε να δεις, να, απλώς, κατά λάθος σκότωσα την κόρη σου;

Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει. Από τον ήχο και μόνο καταλάβαινες την αγωνία του δύστυχου πατέρα.

Κοιταχτήκαμε.

Ξαφνικά τα μάτια του Γροθιά σπινθηροβόλησαν.

Ένα σύννεφο με άσπρο φόντο και μαύρο περίγραμμα που μαρτυρούσε τις σκέψεις του, υψώθηκε.

Έγραφε, ¨¨Εσύ φταις¨¨. Και εννοούσε εμένα.

Το διάβασε και ο Ψαλίδας. Τα σκουριασμένα γρανάζια του εγκεφάλου του άρχισαν να φέρνουν βόλτες. Ένα δεύτερο σύννεφο σκέψης, σχηματίστηκε αυτή την φορά πάνω από το δικό του κεφάλι.

¨¨ Ναι, εσύ φταις¨¨.

Το δάχτυλο του αγκάλιασε γλυκά την σκανδάλη. Το περίστροφο άρχισε να παίρνει επικίνδυνα ανοδική κλίση.

Δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη σκέψη.

Άρπαξα το στιλέτο και πάτησα το κουμπί πιο γρήγορα από την ταχύτητα του φωτός. Με την ίδια σβελτάδα και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό το κατάφερα ένα εκατοστό μακριά και κατακόρυφα στο μέτωπο του. Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν απορημένα το υπερπέραν. Έμοιαζε τελείως άβουλος. Η τέλεια λοβοτομή. Θα την ζήλευε και ο διασημότερος θεραπευτής σχιζοφρένειας στα χρόνια του μεσαίωνα.

Παράτησα το μαχαίρι στην φυσική του θέση και έσφιξα τα δάχτυλα με οργή. Ο αγκώνας μου ατένιζε με μίσος την μύτη του Γροθιά. Το χτύπημα ήταν απρόσμενα δυνατό και βίαιο. Ακούστηκε να σπάει. Το κόκαλο βυθίστηκε ψηλά στον ουρανίσκο του.

Έπιασε με τις δύο παλάμες το πρόσωπο του.

- Ρε πούστη! Τι μου έκανες; Δεν βλέπω τίποτα.

Έφτυνε δόντια και ούλα.

Πήρα το όπλο και πετάχτηκα έξω.

Ένα μακρόσυρτο α, σαν χειροκρότημα. Το πλήθος ήθελε να με λυντσάρει. Πυροβόλησα στον αέρα. Οι τολμηροί γίνανε λαγοί και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν πίσω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Οι σειρήνες από τα μπατσικά χαλούσαν τον κόσμο.

Το έβαλα στα πόδια.

26
Τρέχω ελεύθερος.

Η παράνοια τρέχει ακριβώς πίσω μου. Με προλαβαίνει και με ένα σάλτο εισχωρεί μέσα μου.

Μπαίνω σε μία πολυκατοικία.

Ανεβαίνω μερικά σκαλιά.

Ακουμπάω σε έναν τοίχο. Πρώτα θα ξεφύγω και μετά θα σκεφτώ. Βγάζω το σακάκι που στάζει αίμα. Ξεκουμπώνω το πουκάμισο και με την καθαρή πλευρά σκουπίζω πρόσωπο και σώμα.

Κάποιος ανεβαίνει την σκάλα.

Τραβάω όπλο.

Μια γυναίκα κρατάει σακούλες. Με αντικρίζει. Της πέφτουν. Σηκώνει τα χέρια ψηλά. Μάλλον βλέπει πολύ τηλεόραση.

- Μη, μη μου κάνεις κακό.

- Βγάλε το πουκάμισο.

- Σε παρακαλώ.

με χάλκινο τόνο

- Τέλειωνε.

Το έβγαλε.

- Δώσ’ το μου.

Άπλωσε το χέρι.

Το πήρα και το φόρεσα.

Με κοίταζε έντρομη.

Κάποιος κάλεσε το ασανσέρ. Πήγε να φωνάξει βοήθεια.

Την έσπρωξα.

Προσγειώθηκε στο πρώτο σκαλί. Πήδηξα πάνω από το τομάρι της. Δεν θα ψήλωνε άλλο.

Έτρεχα και προσπαθούσα να κουμπώσω το πουκάμισο.

Στο επόμενο στενό έστριψα. Άρχισα να περπατάω για να μην δίνω στόχο. Μπήκα σπίτι και στάθηκα για λίγο με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα.

Πήρα βαθιά ανάσα. Σήκωσα το μπουκάλι με το Whisky. Κατέβασα το μισό με τη μία. Σκούπισα τα χείλη. Έκατσα στο πάτωμα και στερέωσα το κεφάλι στον τοίχο. Το περίστροφο στην μέση ενοχλούσε. Το πέταξα απέναντι.

Εκπυρσοκρότησε. Η σφαίρα με πέτυχε στην καρδιά. Τέλος.

Μπα, που σκατά τέτοια τύχη.

Αναπαύτηκε γλυκά στο μαξιλάρι.

Μια ιδέα γεννήθηκε.

Μάλωσα με το μαξιλάρι και το πήρα. Έκατσα οκλαδόν. Το έστρεψα καταπάνω μου. Δάγκωσα την κάνη. Πίεσα την σκανδάλη. Κούφιος ήχος. Ξαναπίεσα. Ξανά τα ίδια. Το κοίταξα. Η θαλάμη άδεια. Το εκσφενδόνισα με οργή σε έναν καθρέφτη. Έσπασε. 7 χρόνια γρουσουζιά.

Άναψα τσιγάρο. Το πακέτο τελείωσε. Το τσαλάκωσα.

Προσπάθησα να ζυγίσω την κατάσταση. Να δω γεγονότα και εναλλακτικές. Μέχρι τώρα μπορεί να έκανα μαλακίες αλλά ποτέ δεν είχα προβλήματα με τον νόμο.

Το μαχαίρι που σφήνωσα στο κεφάλι του Ψαλίδα ήταν σκαλισμένο με τα αποτυπώματα μου. Δεν θα αργούσαν να με ανακαλύψουν. Αν δεν προλάβαινε η εκτελεστική εξουσία να με ξετρυπώσει σίγουρα θα με έβρισκε ο άρχοντας της νύχτας.

Αυτή τη φορά τα σκάτωσα για τα καλά.

Ακόμα και η πραγματική διάσταση μίας διαφυγής είναι αδύνατη. Το ντεπόζιτο του αυτοκίνητου άδειο. Ψάχνω στην τσέπη. Ένα Euro.Θυμόμουν ότι είχα τρία. Το διπλό θα μου έπεσε. Που να πάω με αύτη την περιουσία;

Στάκα. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Γιατί να περιμένω την μοίρα να ανοίξει τα χαρτιά της αφού ούτε Βασιλιάς πρόκειται να γίνω, ούτε κατακτητής, ούτε νικητής ούτε καν πετυχημένος.

Αλλά ξέρω γιατί μου συμπεριφέρεται έτσι.

Είναι γριά και άσχημη.

Στα νιάτα της την γάμησα και την παράτησα.

Όποτε τυχαίνει να ανταμώσουμε με προσπερνάει χωρίς να πει κουβέντα. Το ειρωνικό της γέλιο όμως αξίζει χίλιες λέξεις.

Αισθάνομαι σαν μικρή μαύρη άθλια κατσαρίδα. Προικισμένη να επιβιώνει. Και πυρηνική βόμβα να εκραγεί θα συνεχίσω να ζω. Θα κόβω βόλτες στα άδεια κτίρια στους έρημους δρόμους χωρίς να υπάρχει κάποιος να με αγαπήσει να με ερωτευτεί. Όπως τώρα που οι δρόμοι σφύζουν από ζωή και τα κτίρια είναι γεμάτα. Όλοι με αγνοούν. Ίσως γιατί είμαι, μια μικρή, μαύρη, άθλια κατσαρίδα.

Κλείνω τα μάτια σαν να βλέπω τους τίτλους των αυριανών εφημερίδων

ΤΑ ΝΕΑ νεαρός κρεμάστηκε σπίτι του ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ αυτόχειρας έκοψε τις φλέβες του.

Ποιόν τρόπο να επιλέξω; Ποιο είναι το σωστό κριτήριο επιλογής; Ειλικρινά δεν ξέρω. Θα κάνω αυτό που έκανα πάντα. Θα στρίψω το τελευταίο κέρμα. Η Θεά τύχη θα υποδείξει το τέλος που μου αρμόζει. Το τινάζω με δύναμη και το παρατηρώ με δέος, σε λίγο θα ξέρω. Κάνει ένα γκελ, το δεύτερο και αρχίζει να κυλάει στο πάτωμα. Περιμένω με αγωνία το αποτέλεσμα. Αναπάντεχα, όπως άλλωστε όλα τα πράγματα στη ζωή πάει και χώνεται κάτω από το κρεβάτι..

Η αρχέγονη μάχη του καλού και του κακού εκτυλίσσεται σε λίγα εκατοστά μυαλού, του δικού μου μυαλού. Το αγγελάκι που χρόνια είχε να εμφανιστεί ντυμένο με λευκή ατσαλάκωτη στολή μιλάει για αγάπη, για Θεϊκή παρέμβαση στην απώλεια του νομίσματος. Σάλτα γαμήσου άγγελε και πάνε να μου φέρεις τσιγάρα. Από την άλλη δε το διαβολάκι με παιχνιδιάρικη φωνή προτείνει, Δημήτρη κόψε τις φλέβες και μετά κρεμάσου.

Βρε δε πα να πνιγείτε Θεός και Διάολος. Σιγά μην πεθάνω σαν δειλός

27
Ηρωικό ή Φανταστικό τέλος.

- Αστυνομία! Το σπίτι είναι περικυκλωμένο. Βγές , με τα χέρια ψηλά. Έχεις 5 λεπτά

Σαν πολύ γρήγορα δεν ήρθαν; Η αποτελεσματικότητα των Ελληνικών αστυνομικών δυνάμεων στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αξιομνημόνευτη.

Αλλά ρε γαμώτο ας αλλάξουν κάπως το ποιηματάκι. Ξενέρωτο είναι. Ας το συνέτασσαν για παράδειγμα κάπως έτσι :

- Βγές παλιοπούστη διαφορετικά θα σου γαμήσουμε τα ράμματα.

Λιτό, περιεκτικό, δυναμικό και αντρίκιο.

Προφανώς στην κατάσταση μου δεν παίρνει να φιλοσοφώ.

Πάω στο παράθυρο. Χαμός. 4 περιπολικά καμιά τριανταριά μπάτσοι ακροβολισμένοι και άρρωστο πλήθος απλοί παρατηρητές. Οι τελευταίοι σίγουρα είναι πληρωμένοι κομπάρσοι των διωκτικών αρχών. Δεν εξηγείται διαφορετικά ότι τους περισσότερους τους έχω ξαναδεί σε παρόμοιες περιπτώσεις στις ειδήσεις.

Ανοίγω ελάχιστα το παράθυρο:

- Σε μια ώρα αν δεν μου φέρεται μία πίτσα απ’ όλα, ένα ελικόπτερο, το τελευταίο cd του Νταλάρα και τους 6 αριθμούς της επόμενης κλήρωσης του Τζόκερ θα εκτελέσω τους ομήρους.

Οι τσαμπουκαλεμένοι επικεφαλής της επιχείρησης αρχίζουν μίνι συνδιάσκεψη.

Όπως τους βλέπω αδύναμους και αναποφάσιστους συνεχίζω τα δικά μου :

- Δε γαμείς. Φέρτε μόνο πίτσα.

Τα κεφάλια διογκώνονται από θυμό.

Πικρόχολο στόμα ξεστομίζει κατάρα

- Πυρ!!!!!

Προλαβαίνω και πέφτω.

Το παράθυρο κόσκινο. Η κουρτίνα πατσαβούρα. Ο απέναντι τοίχος μπορντέλο. Τα σπασμένα τζάμια με χαράζουν.

- Παύσατε πυρ!

Ησυχία.

Σέρνομαι κοντά στο γραφείο. Το γέρνω και καπακώνω το παράθυρο.

Ποδοβολητά στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Κάποιος κλωτσάει την πόρτα ασφαλείας.

Αντέχει.

Γέρνω την ντουλάπα και την στηρίζω στην πόρτα. Το παράθυρο δεν θα αντέξει για πολύ. Αναποδογυρίζω το κρεβάτι και το βάζω όρθιο πίσω από το γραφείο. Καλύτερα.

Ξέρουν ότι οπλοφορώ. Θα περάσει κάποια ώρα μέχρι να εφαρμόσουν καινούριο σχέδιο.

Πόση ώρα όμως; Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό το θλιβερό ισόγειο θα γίνει ο τάφος μου.

Και τι κάνουμε τώρα;

Διασκεδάζουμε.

Ναι, γιατί όχι;

Άλλωστε τι άλλο μπορώ να κάνω;

Ανοίγω ραδιόφωνο και ανάβω κεριά. Γεμίζω μια κατσαρόλα με νερό και την βάζω στο μάτι της κουζίνας. Ψάχνω στα συρτάρια και ξετρυπώνω ένα πάκο μακαρόνια.

Μια χαρά.

Βρωμάω. Μέχρι να ζεσταθεί το νερό θα κάνω ντους. Ξεντύνομαι. Νερό για πλύσιμο έχει πάντα καυτό. Φυσικό αέριο βλέπεις.

Τελειώνω το μπάνιο. Βάζω μπουρνούζι και επιστρέφω στην κουζίνα. Το νερό κοχλάζει. Ρίχνω τα μακαρόνια.

Διαλέγω ένα καλοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο και γκρι κουστούμι. Τα φοράω.

Η σπαγγέτι έτοιμη. Την βάζω σε ένα πιάτο και προσθέτω σάλτσα. Αυξάνω λίγο την ένταση και κάθομαι στο τραπέζι.

Τρώω.

Μια φωνή με διακόπτει.

- Δημήτρη κάποιος θέλει να σου μιλήσει.

Ξαναπέφτω με τα μούτρα στην μακαρονάδα.

- Δημήτρη, Δημήτρη η μάνα σου είμαι.

Γαμώ τον μπελά μου κόντεψα να πνιγώ.

- Σε παρακαλώ, παραδόσου. Άκουσε με. Μόνο για μια φορά, άκουσε με. Θέλω το καλό σου. Βγες έξω. Έχεις τον λόγο μου, δεν θα σε πειράξουν.

Διακοπή.

Μια δεύτερη φωνή.

- Δεν θα σε πειράξουμε. Βγές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και δεν θα γίνει τίποτα. Άκουσε την μάνα σου που σε αγαπάει.

Την μάνα μου;

Τώρα με θυμήθηκε. Όταν με πετούσε έξω από το σπίτι με αγαπούσε; Όταν την εκλιπαρούσα να με βοηθήσει και μου έκλεινε το τηλέφωνο, με αγαπούσε; Όταν μου είπε πως είμαι πεθαμένος για αυτήν, με αγαπούσε;

Βουρκώνω.

Έχουν τελειώσει όλα. Τέρμα τα αστεία.

Ελευθερώνω την πόρτα.

Ανοίγω.

Περπατάω.

- Ψηλά τα χέρια.

Τα ανεβάζω.

Με ακολουθούν έξι μπάτσοι με καραμπίνες σε θέση βολής.

Επιφωνήματα.

Τηλεοπτικά συνεργεία επί ποδός.

Ένας ανθρώπινος κλοιός και εγώ στη μέση.

- Πλησίασε. Ήρεμα και σταθερά.

Βλέπω την μάνα μου δίπλα στους επικεφαλής. Όπως ακριβώς οι προδότες.

Κοντοστέκομαι.

Γέρνω τα χέρια στο σβέρκο.

Τραβάω το στερεωμένο πίσω από τον γιακά άδειο περίστροφο.

- Έχει όπλο.

Ίσα που προλαβαίνω να την σημαδέψω.

- Πέθανε σκύλα.

Πυροτεχνήματα.

Αισθάνομαι την πλάτη καυτή. Κάμποσες τρύπες στο στήθος και στα πόδια. Τσούζουν γαμώτο. Κοιτάζω με κόπο ότι θα αφήσω για πάντα πίσω.

Τον ουρανό, τα πουλιά.

Ότι άξιζε να δω το είδα.

Αγκαλιάζω τον δρόμο.

Κλείνω για τελευταία φορά τα μάτια.

Ήρεμα και γλυκά.

Όσο ήρεμος ήταν σήμερα ο ουρανός.

Όσο γλυκός είναι πάντα ο θάνατος.

28
Ρομαντικό ή Ονειρικό τέλος

Κάνω δυο βήματα και βρίσκομαι πάνω από ένα απέριττο μπαούλο. Ανασηκώνω μερικά σεντόνια πετσέτες χώνω το χέρι όσο πιο βαθιά γίνεται. Σκαλίζω επιτακτικά αγγίζω κάτι απαλό στην αφή με ακανόνιστο σχήμα.

Τοποθετώ το δέμα που μου έδωσε ο παππούς μου πριν ξεψυχήσει, στο τραπέζι.

Είχε καταλάβει ότι τελείωναν τα ψωμιά του και με ζήτησε. Ξάπλωνε στο κρεβάτι. Χρώμα ωχρό και έβηχε συνέχεια.

Έκανε νεύμα να κλείσω την πόρτα.

- Δεν έχω πολύ χρόνο για αυτό άκουσε καλά. Πάνε στην ντουλάπα ένα ξύλο στο πάτωμα, κοντά στο πρόσθετο πόδι που την στηρίζει, κουνιέται. Σήκωσε το, βγάλε αυτό που κρύβεται από κάτω και φέρ’ το μου.

Τράβηξα το ίδιο ακριβώς δέμα που έχω και τώρα μπροστά μου και του το πήγα.

- Αυτό το δώρο το φύλαξα για σένα. Αλλά πρόσεξε θέλω να μου υποσχεθείς δύο πράγματα ότι δεν θα το δείξεις ποτέ σε κανέναν και ότι δεν θα το ανοίξεις παρά μόνο αν βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο. Μου το υπόσχεσαι;

- Το υπόσχομαι.

Τον φίλησα για τελευταία φορά. Λίγο αργότερα σφάλισε τα μάτια του.

Πέρασαν τα χρόνια και κατά την διάρκεια τους πολλές φορές κολάστηκα να το ξετυλίξω. Αλλά δεν το έκανα. Κράτησα τον λόγο μου. Πάντα τον κρατάω.

Μέχρι σήμερα δηλαδή. Τώρα όμως είναι ειδική περίπτωση. Κινδυνεύω πραγματικά.

Βάζω με αποφασιστικότητα τα χέρια στον σπάγκο που το τυλίγει και λύνω τον κόμπο. Κάτι σαν πυξίδα και ένα γράμμα.

Το επεξεργάζομαι από όλες τις πλευρές. Δεν είναι φτιαγμένο ούτε από ξύλο ούτε από πλαστικό. Δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο υλικό.

Έχει πάνω του χρυσό δείκτη και παράξενα σύμβολα. Στην βάση μοιάζει με υπολογιστική μηχανή. Κουμπάκια με μονοψήφιους αριθμούς και ένα σε σχήμα ρόμβου διαφορετικό από τα υπόλοιπα.

Το αφήνω κάτω προσεκτικά. Ανοίγω το γράμμα.

Αναγνωρίζω τον χαρακτήρα του παππού.



Αγαπητό μου παιδί,
η ιδιαίτερα ταραχώδης ζωή σου σήμερα έχει φτάσει στην πιο κρίσιμη καμπή. Σκότωσες άνθρωπο. Δεν έφταιγες όμως.

Ανατρίχιασα.
Ήξερα ότι θα φτάσεις σ’ αυτό το σημείο. Μην απορείς. Το μαραφέτι που κρατάς είναι μία μηχανή του χρόνου. Την χρησιμοποίησα κάποτε, για αυτό και ξέρω την κατάστασή σου. Χρησιμοποίησε την και συ, για να ξεφύγεις.

Στο πίσω μέρος έχω γράψει αναλυτικά τις οδηγίες χρήσης.

Να προσέχεις και εύχομαι όλα να πάνε καλά.
Ο παππούς σου.

Γυρίζω το φύλλο και διαβάζω προσεκτικά τις οδηγίες.

Όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή στην ζωή τους έχουν σκεφτεί τι θα έκαναν, που θα πήγαιναν εάν έπεφτε ένα τέτοιο μηχάνημα στην κατοχή τους. Το κρατάω και φοβάμαι. Είμαι σίγουρος που θέλω να πάω και πότε. Στιγμιαίος πανικός με αποτρέπει.

Όσο περνάει η ώρα συνηθίζω στην ιδέα. Κάνω τις απαραίτητες ρυθμίσεις κλείνω τα μάτια και πιέζω τον ρόμβο.

Μια περίεργη αίσθηση. Αιωρούμαι στο κενό.

Τράνταγμα.

Κάποιος με κοιτάει με έκπληξη και απορία.

- Συγνώμη ρε φίλε δεν σε είδα. Χίλια συγνώμη.

- Δεν τρέχει τίποτα.

Καθώς απομακρύνεται ρίχνει λοξές ματιές. Σταματάω να του δίνω σημασία και προσπαθώ να προσανατολιστώ.

Μπακάλικο.

Καφενείο.

Το σπίτι του Λάκη του παιδικού μου φίλου

Ελευθερούπολη.

Φωνές από πίσω μου.

Γυρνάω απότομα.

Προαύλιος χώρος με σχολικά κάγκελα.

Τσούρμο παιδιών σχηματίζουν κύκλο.

Την ίδια στιγμή ένας άντρας και μια γυναίκα βγαίνουν από τις αίθουσες του σχολείου και σπάνε την αγέλη.

Ένα ξανθός μπόμπιρας βαλαντώνει στο κλάμα. Το κόκκινο καλσόν που φοράει αντί για παντελόνι έχει σκιστει και φαίνεται η ψυχούλα του.

Κλαίω μαζί του.

Αυτός ο μπόμπιρας είμαι εγώ!

Ακούω τον δάσκαλο μου να λέει σε μια νεαρή δασκάλα.

- Μα καλά δεν ντράπηκε να έρθει έτσι;

Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα νεύρα. Με καλοζυγισμένη μπουνιά του σπάω τα μπροστινά δόντια. Πέφτει κλαψουρίζοντας.

Τον παρατάω δεν αξίζει ούτε το σάλιο μου.

Ανασηκώνω τον μπόμπιρα και σκουπίζω τα μάτια του.

- Οι άντρες δεν κλαίνε.

Ρουφάει την μύτη του.

Ξεσκονίζω την μπλούζα και τακτοποιώ ότι απέμεινε από αυτό που έμοιαζε με παντελόνι.

Του δίνω το χέρι και γαντζώνεται με βουλιμία.

Τον πάω στο πάρκο και καθόμαστε σε ένα παγκάκι.

Τα πόδια δεν φτάνουν στο έδαφος. Χαϊδεύω τις ξανθιές του μπούκλες.

- Πως σε λένε;

- Δημήτρη.

- Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις Δημήτρη;

Μου δείχνει με το δαχτυλάκι τον ουρανό.

- Τι ναι αυτό;

Αν και ξέρω την απάντηση.

- Αεροπόρος. Να πετάω όπως τα πουλάκια. Ψηλά, μέχρι τον ήλιο.

Σκύβει το κεφάλι.

- Η μαμά όμως, λέει ότι είμαι κακό παιδί και δεν θα γίνω.

Σκρόφα. Δηλητηριάζεις το παιδί.

- Θα γίνεις. Εγώ σου το λέω.

- Αλήθεια λες;

- Αλήθεια.

- Και θα πετάω πιο ψηλά και από τον ουρανό.

- Πιο ψηλά και από τον ουρανό.

Σηκώνει τα ματάκια και κοιτάζει τα σύννεφα.

Γυρνάει και χαμογελάει.

- Εσάς πως σας λένε;

- Δημήτρη και μένα. Έχουμε ίδιο όνομα. Για να μην μπερδευόμαστε θα σε φωνάζω μπόμπιρα. Σε πειράζει;

Ανασηκώνει τους ώμους.

- Τι λες; Να σε πάω σπίτι;

Τρομάζει. Με κοιτάζει ικετευτικά και λέει με βεβαιότητα.

- Αν πάω τώρα σπίτι, η μαμά μου θα καταλάβει πως έφυγα από το σχολείο και θα φωνάξει την γύφτισσα να με βάλει στο βρακί της.

- Μην σε νοιάζει. Θα της μιλήσω εγώ.

Πήραμε τον δρόμο για το πατρικό μας.

Περνώντας από ένα μαγαζί με παιδικά ρούχα μου καρφώνεται να μπούμε.

Δεν έχω χρήματα.

Τι μπουφάν είναι αυτό; Μες την σύγχυση δεν πρόσεξα τι φοράω.. Καφέ σουέτ παπούτσια, παντελόνι στο ίδιο χρώμα και δερμάτινο μπουφάν. Από μία τσέπη βγάζω 2 χιλιάρικα εποχής.

Φωτίζει το πρόσωπο από ευτυχία.

- Τι θα θέλατε;

- Ένα παντελονάκι για τον μπόμπιρα.

- Αυτός δεν είναι ο γιος της κυρα Μάγδας;

- Αυτός είναι.

- Θα σας δείξω ρούχα αλλά δεν θα τα προβάρει.

- Γιατί;

- Ο κόσμος λέει, ότι είναι γεμάτος ψείρες και δεν κάνει μπάνιο ποτέ.

Ο μικρός τον ακούει και τα μάτια του γεμίζουν ζουμιά.

Τραβάω τον καταστηματάρχη κάπου απόμερα.

- Αν δεν θες να γαμήσω εσένα, την γυναίκα σου και ολόκληρο τον κόσμο δώσε να δοκιμάσει ένα τζιν.

Τρέμω από τα νεύρα.

- Εντάξει μην κάνεις έτσι.

Πάει σε ένα ράφι και κατεβάζει ένα παντελονάκι. Το δίνει στον πιτσιρίκο.

Το βλέμμα του άστραψε.

Το φόρεσε αμέσως.

Κούκλος.

Πληρώνω και φεύγουμε.

Φτάσαμε σπίτι.

Χτυπάω το κουδούνι.

Ανοίγει η μάνα μας.

Κοιτάζει μία έμενα και μία τον μπόμπιρα.

- Έκανε τίποτα;

- Όχι.

- Τι παντελόνι είναι αυτό;

Της εξηγώ.

- Δεν θέλουμε ελεημοσύνη κύριε.

Τον πιάνει από το μπράτσο και του βγάζει το παντελόνι. Το πετάει στο δρόμο και κλείνει την πόρτα.

Χαστούκια.

Ο μικρός ουρλιάζει.

- Δεν σου είπα να μην μιλάς με ξένους; Δεν σου είπα να προσέχεις τα ρούχα σου; Κοίταξε, το έσκισες. Τι θα κάνω μαζί σου; Παλιόπαιδο.

Οι γείτονες στήνουν αυτί.

Περαστικοί σχολιάζουν.

Μαζεύω το τζιν και παραμονεύω σε μία γωνία.

Πέρασαν ώρες.

Η εξώπορτα επιτέλους ανοίγει.

Φοράει ροζ σορτσάκι με λευκή γραμμή στο πλάι δύο νούμερα μεγαλύτερο. Το θυμάμαι είναι της αδερφής μου.

Τα παιδιά της γειτονιάς τον παίρνουν χαμπάρι και τρέχουν να τον κοροϊδέψουν.

Τον φωνάζω.

- Θέλεις να πάμε βόλτα;

Γνέφει καταφατικά.

Βγάζω από το μπουφάν το τζιν και του το δίνω.

Περπατάμε.

Φτάσαμε στον βάλτο.

- Ξέρεις τι έχει εδώ;

Τον ρωτάω.

- Τίποτα δεν έχει.

- Και η γάτα με τα δύο κεφάλια; Την έχεις δει;

- Η μαμά μου είπε πως δεν υπάρχει τέτοια γάτα, όπως δεν υπάρχουν ούτε καλές νεράιδες ούτε ξωτικά. Μόνο ο Αι Βασίλης υπάρχει και αυτός δεν έρχεται σε μένα γιατί είμαι φτωχός.

Με αποστόμωσε.

- πήγαινε να παίξεις.

Βρήκε ένα τενεκεδάκι το κλώτσησε και απομακρύνθηκε.

Γαμώτο είναι πολύ μικρός για να μην πιστεύει σε τίποτα. Θέλω να τον βοηθήσω. Θέλω να μας βοηθήσω. Αυτά τα έχω ζήσει. Άλλωστε ανήκω αλλού. Θα πρέπει και να φύγω, να επιστρέψω στην δική μου πραγματικότητα. Σάμπως αυτή δεν είναι. Πώς θα του πω ότι πρέπει να φύγω; Πρέπει να του το πω, να ξέρει.

Μπερδεύτηκα.

- Κάτσε δίπλα μου.

Κάθισε.

- δεν θέλω να ξανακλάψεις. Όσοι σε κοροϊδεύουν το κάνουν επειδή σε ζηλεύουν. Εγώ πιστεύω σε σένα. Μόνο εγώ. Ακόμα και όταν δεν θα είμαι δίπλα σου….

Βούρκωσε.

- Που θα πάς;

- Πρέπει να φύγω σε λίγο.

Έβαλε τα κλάματα.

- Δεν είπαμε ότι δεν θα κλαις;

- Δεν θέλω να φύγεις. Δεν έχω άλλους φίλους. Μήπως έκανα κάτι και σε πείραξε; Δεν θα το ξανακάνω.

Η καρδιά μου σπαράζει.

- Όχι μωρό μου δεν έκανες τίποτα. Εσύ είσαι τέλειος. Εγώ φταίω.

- Σε παρακαλώ μη φύγεις. Σ’ αγαπάω.

Πρώτη φόρα ακούω αυτή την λέξη. Πρώτη φορά την αισθάνομαι κιόλας. Όμορφα είναι.

Δεν έχω να αποφασίσω τίποτα. Θα μείνω εδώ. Ο μπόμπιρας με χρειάζεται. Εγώ τον χρειάζομαι.

- Πάμε για μπάλα.

Παίρνω το τενεκεδάκι και το πετάω κοντά στην όχθη του βάλτου. Το προλαβαίνω.

- Κάτσε εκεί. Καλά είσαι.

Κλωτσάω, περνάει από πάνω του και προσγειώνεται σε κάτι θάμνους.

Γυρίζει πλάτη και πάει να το πάρει.

Βγάζω την μηχανή. Την κοιτάω για τελευταία φορά και χωρίς δισταγμό την εκσφενδονίζω στα λασπόνερα.

Μια δεύτερη ευκαιρία.

Σ’ ευχαριστώ παππού.

Η παιδική μου φωνούλα ακούγεται.

- Θα σου βάλω γκολ.

- Αν βάλεις γκολ, δεν θα φύγω.

Παίρνει φόρα και κλωτσάει με όλη του την δύναμη. Περνάει ξυστά από το αυτί μου και δεν προφταίνω ούτε να κουνηθώ.

Τρέχει κοντά μου.

- Θα μείνεις τώρα;

- Κανόνας πρώτος, οι άντρες πάντα κρατάμε τον λόγο μας.

Στο πρόσωπο του αντανακλάται η ευτυχία κάθε επιτυχίας.

Συνεχίσαμε το παιχνίδι μέχρι που σκοτείνιασε.

Ξεθεωμένοι ξαπλώσαμε ανάμεσα στα χόρτα.

Τον έβαλα ανάμεσα στα γόνατα και τον κούνησα γλυκά- γλυκά σαν νανούρισμα.

Ξάφνου μες την καταχνιά ακούω θόρυβό.

Ο ήχος ακούγεται από τα δεξιά.

Στρέφω το βλέμμα.

4 πράσινα μάτια.

Το χαμόγελο μου ζεσταίνει.

- Ώστε εδώ είσαι. Καιρό είχαμε να τα πούμε..

- Ναι καιρό.

- Πίστεψα ότι μπορεί και να έφυγες.

- Σου είχα πει, όποτε θελήσεις εδώ θα με βρεις. Εγώ περίμενα. Εσύ δεν ήρθες. Έφερες τον μικρό ε;

- Ναι.

- Δεν πιστεύει;

- Όχι και είναι καλό παιδί.

- Σίγουρα είναι, αφού είσαι εσύ. Κάποια άλλη στιγμή θα τα πούμε με την άνεση μας. Ξύπνησε τον.

Σπρώχνω τον Δημητράκη και μισοκοιμισμένος όπως είναι του δείχνω που να κοιτάξει.

Ανοίγει το στόμα διάπλατα. Δεν μπορεί να το πιστέψει

Σηκώνει το χέρι και την σημαδεύει

Τα χείλη του τρέμουν και όμως βρίσκει το θάρρος να το παραδεχτεί.

- Η γάτα. Η γάτα.

29

Πραγματικό τέλος

Χτυπάει η πόρτα.

Δεν περιμένω κανέναν.

Η μάλλον περιμένω τους μπάτσους.

Κοιτάω από το ματάκι.

Μια νοστιμούλα κρατάει μπλε φουσκωμένο ντοσιέ και ένα σάκο με διαφημιστικά τσιγάρα κρεμασμένο από τον ώμο.

Ξαναχτυπάει.

Την παρατηρώ.

Σημειώνει κάτι.

Χρειάζομαι τσιγάρα.

- Καλησπέρα. Κάνουμε μία έρευνα για το κάπνισμα. Δεν θα σας απασχολήσω πολύ.

Κάνω στην άκρη.

- Πέρασε.

Την κόβω από πίσω καθώς εξερευνά διακριτικά το δωμάτιο.

Ωραίο κωλαράκι.

- Κάθισε.

Σκαλίζει το ντοσιέ και βγάζει στυλό.

- Πως λέγεστε;

- Δημήτρης.

- Το επίθετο;

- Είναι υποχρεωτικό;

- Όχι. Θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό αν δεν σας κάνει κόπο;

- Κανένα κόπο.

Τσιγάρα τζάμπα και κωλοτούμπες θα έκανα αν μου το ζητούσε.

Πάω στον νεροχύτη. Ανοίγω την βρύση και γεμίζω ένα ποτήρι. Κάνω μεταβολή και μένω κάγκελο.

Το ποτήρι πέφτει.

Σπάει με κρότο.

Η τύπισσα στολίστηκε με βλέμμα παγωμένο. Ένα 38άρι.με ασορτί σιγαστήρα υπόσχεται να χαρίσει κακές αναμνήσεις.

- Ήρεμα κούκλα. Δεν παίζουν με αυτά.

Ξύλινη φωνή.

- Αυτό για τον Ψαλίδα.

Μια λάμψη.

Το δεξί γόνατο διαλύεται.

Πέφτω και το αγκαλιάζω.

Ο πόνος αφόρητος.

- Αυτό από τον Κάρολο.

Αύτή την λάμψη δεν την είδα.

Το αριστερό γόνατο θρύψαλα.

Το αίμα σχηματίζει λίμνη.

Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια.

Έρπομαι.

Με την μπότα πιέζει την καρωτίδα μου.

- Κοίταξε με να ξεμπερδεύουμε. Αυτό για την Δανάη.

Πυροβολισμός.

Νιώθω το σημείο ανάμεσα στα μάτια να ζεματάει.

Φως.

Ένας διάδρομος.

Μια μεταλλική πόρτα στο τέλος.

Κλείνει σιγά-σιγά.

Πλήθος πανικόβλητου κόσμου τρέχει να την διαβεί.

Δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι σαστισμένος.

Τρέχω και εγώ.

Σκουντάω μερικούς και καταφέρνω να περάσω.

Ασφαλίζει με πάταγο.

Κάτι περίεργα πλασματάκια με φτερά στηριγμένα στην πλάτη, προστάζουν.

- Μπείτε σε σειρές. Στοιχηθείτε. Έλα γρήγορα, τελειώνετε.

Μερικά εξ αυτών πετάνε τριγύρω και μας επιβλέπουν.

Όλοι έχουν βρει θέση και έχουν φτιάξει γραμμές. Μόνο εγώ στέκομαι ξεκάρφωτα.

Σκέφτομαι για μια στιγμή ότι δεν γουστάρω τέτοια σκηνικά και ότι θα είναι καλύτερα να αποχωρίσω από την συγκέντρωση, αλλά η πόρτα πίσω μου μοιάζει απόρθητη.

Αποφασίζω να ενσωματωθώ τελικά στο σύνολο και κάνω μερικά βήματα προς την άρτια σχηματισμένη παράταξη.

- Εσύ, εκεί στο τέλος Μην προχωράς άλλο. Στάσου επί τόπου και περίμενε.

Μένω ακίνητος.

Τα παραγγέλματα απομακρύνουν τον όχλο. Παραμένω ασάλευτος παρέα με τα πούπουλα και τον φόβο της αβεβαιότητας.

Τρεις φτερωτές υπάρξεις, γένους θηλυκού με τσίτσιδα καλοδουλεμένα αιδοία προστάζουν.

- Ακολούθησε μας.

- Που πάμε;

- Θα δεις.

Καθώς βαδίζουμε, με άγνωστο προς την συνείδηση μου προορισμό, αντιλαμβάνομαι ότι περπατάω όντας το επίκεντρο ενός τριγώνου που έχει δημιουργηθεί από την όχι και τόσο διακριτική περιφρούρηση των ασυνήθιστων αυτών οντοτήτων.

Ανάμεσα σε τόσα φτερά θυμίζω κόκορα που η βασιλεία του στο κοτέτσι έχει παραγκωνιστεί από την μητριαρχική πολιτική πεποίθηση.

Φτάνουμε σ’ ένα φτωχό ανάκτορο φτιαγμένο από πέτρα.

Με σπρώχνουν.

Ανεβαίνουμε σκάλες και περνάμε στο εσωτερικό ενός πολύγωνου δωματίου.

Ένας τύπος με την πλάτη γυρισμένη μας περιμένει. Από τον λευκό μακρύ χιτώνα του κρέμονται φωτιές και δεν μπορώ να μην διακρίνω τον μεγάλο κόκκινο σταυρό που είναι κεντημένος κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς.

Κάνα παρακλάδι της κου-κλουξ-κλαν θα ΄ναι.

- Τον φέραμε.

- Ευχαριστώ. Αφήστε μας μόνους.

Κάνουν βαθιά υπόκλιση και απομακρύνονται πετώντας.

- Ξέρεις που βρίσκεσαι;

- Όχι.

- Ξέρεις ποιος είμαι Εγώ;

- Όχι. Θα συνεχιστεί πολύ αυτό το κακόγουστο αστείο;

- Βρίσκεσαι στον παράδεισο και εγώ είμαι ο Θεός.

- Ναι, καλά.

Γυρνάει.

Τον αντικρίζω.

Δεν το πιστεύω, μου μοιάζει. Τι μου μοιάζει που είναι φτυστά τα μούτρα μου.

Δεν μασάω.

- Έλα φιλαράκο βγάλε την μάσκα.

- Δεν φοράω μάσκα. Θυμήσου ότι σε έπλασα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.

- Αν είναι έτσι τότε και εγώ είμαι Θεός.

- Έτσι είναι.

- Οπότε μπορώ να κάνω θαύματα;

- Ο ίδιος είσαι ένα μικρό θαύμα.

- Δεν μου απάντησες.

- Ναι αν πιστέψεις ότι μπορείς να κάνεις, θα κάνεις.

- Ωραία. Να μην χάνω χρόνο τότε. Για αρχή θέλω, όλοι οι άντρες να γίνουν πιο άσχημοι από εμένα.. Θέλω ο Οσάμα Μπίλ Λάντεν να ανακηρυχθεί, από την επίσημη εκκλησία, Άγιος και να τεθούν στην κατοχή του 10 πυρηνικές κεφαλές. Θέλω επίσης να κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα χαρτονομίσματα με την φυσιογνωμία μου. Θέλω……

- Τελείωσες;

- Όχι. Ούτε καν ξεκίνησα.

- Δεν θα ανεχτώ άλλες βλασφημίες στον Οίκο μου. Είναι αμαρτία να παριστάνεις τον Θεό. Τέλος πάντων είμαι διατεθειμένος να σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσω. Πεινάς;

- Σαν λύκος.

Παλαμάκια.

Από ένα σκοτεινό άνοιγμα εμφανίζεται τρέχοντας ντροπαλά μια πεντάμορφη γυναίκα. Ένας κόμματος, που σοφά ο Θεός εποίησε. Πόσο άδικη είναι η ζωή. Αυτή η γυναίκα θα έπρεπε να είναι ο Κύριος και αν όχι όλων των ανθρώπων, τουλάχιστον ο δικός μου.

- Στρώσε το τραπέζι και βάλε ένα σερβίτσιο επιπλέον. Θα γευματίσει μαζί μου ο Δημήτρης.

Δεν την χορταίνω. Είναι τόσο γλυκιά, τόσο χαριτωμένη.

- Ποιος;

- Ο Δημήτρης. Γαμώτο είμαι ασυγχώρητος. Δεν σας σύστησα. Η Κασσιανή, ο Δημήτρης.

Με εύγλωττα ατίθασα τσαλίμια προσπαθεί να τιθασέψει το αμαρτωλό χαμόγελο.

Ο Θεός που αντιλαμβάνεται τα πάντα, αντιλαμβάνεται τις όχι και τόσο αγνές προθέσεις μου.

- Πήγαινε τώρα και πες του μαλάκα μάγειρα ότι αν το φαγητό είναι το ίδιο αηδία όπως το

χθεσινό θα τον στείλω στον Αγύριστο.

Η Κασσιανή αποσύρεται από το ίδιο σκοτεινό άνοιγμα από το οποίο εμφανίστηκε.

Ο Θεός στρέφεται σε μένα.

- Πήγαινε κάθισε στο τραπέζι. Θα

φρεσκαριστώ και επιστρέφω.

Δεν υπάρχει τίποτα άξιο χαζέματος. Τραβάω μια ξύλινη καρέκλα, από τις τρεις που βρίσκονται και στρογγυλοκάθομαι.

Δεν έχουν περάσει πάνω από 5 λεπτά και παρουσιάζεται μια κοντή χοντρή ξεδοντιάρα αραπίνα. Φοράει τον ίδιο άσπρο χιτώνα και τα γεμάτα λίπος χείλη είναι βαμμένα πρόχειρα με κόκκινο πουτανίστικο κραγιόν.

- Δεν άργησα;

Αναγνωρίζω αμέσως την φωνή.

Τα έχω παίξει. Αδύνατον να κουνήσω τους μυς του στόματος.

- Μην ξαφνιάζεσαι. Μπορώ να πάρω πολλές μορφές. Άπειρες για την ακρίβεια. Αλλά μόνο μία είναι η πραγματική και δεν είναι άλλη από αυτή που βλέπεις.

Δεν μιλάω. Τι να πω άλλωστε. Η εικόνα μιλάει από μόνη της.

Κάθεται απέναντί μου.

Παρατηρώ την άδεια καρέκλα.

Δοκιμάζω να σπάσω τον πάγο παίρνοντας τον λόγο, χωρίς φόβο και πάθος.

- Περιμένουμε τον Υιό σου φαντάζομαι. Αλήθεια που είναι;

- Τον ποιόν;

- Τον Υιό σου.

- Δεν υπάρχει Υιός.

- Μα πως. Αφού….

- Θα σου διηγηθώ μια μικρή ιστορία για να πιάσεις το νόημα. Όταν ήμουν μικρή θαύμαζα τον Όμηρο. Ήθελα να γίνω συγγραφέας. Οι γονείς μου όμως δεν ήταν σύμφωνοι. Ήθελαν να ακολουθήσω την μοίρα μου και να γίνω Θεός. Είχαμε πολλές φασαρίες αλλά είχα πεισμώσει. Τα βράδια έστυβα το μυαλουδάκι και σιγά-σιγά έπλασα την υπόθεση. Χρειαζόμουν φυσικά και έναν φανταστικό ήρωα με χαρακτήρα σύμφωνο με τις ανάγκες της τότε εποχής. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε ο Χριστός. Επειδή ήμουν όμως νέα στον χώρο κανένας εκδοτικός οίκος δεν αναλάμβανε την εκπροσώπηση μου. Δεν το έβαλά κάτω. Άρχισα να μαζεύω χρήματα, είτε ξεχωρίζοντας από το πενιχρό χαρτζιλίκι είτε σουφρώνοντας το πορτοφόλι του γέρου. Στο μεταξύ είχα γράψει και δεύτερο βιβλίο το οποίο ήταν συνέχεια του πρώτου. Τα τιτλοφόρησα Παλαιά και Καινή Διαθήκη αντίστοιχα. Συγκέντρωσα ένα αξιοσέβαστο ποσό τα τύπωσα και τα διένειμα με δικά μου έξοδα. Έγιναν και τα δύο μπέστ σέλερ. Τα απαυγάσματα όλων των συγγραμμάτων.

- Μάλιστα. Είπες οι γονείς μου. Έχεις γονείς;

- Φυσικά και έχω, όπως όλοι.

- Και που είναι;

- Έφτιαξα ένα γηροκομείο εδώ στον παράδεισο και τους ξεφορτώθηκα.

- Δεν είναι κάπως σκληρό αυτό;

- Αν έπρεπε και συ να ξεσκατώνεις κάθε τρεις και λίγο το ίδιο θα έκανες. Πάντως αν θες μπορώ να σου χαρίσω μία κόπια των βιβλίων με αυτόγραφο και αφιέρωση.

- Δεν θέλω. Ξέρεις δεν διαβάζω φανταστική λογοτεχνία και γενικότερα βιβλία που δεν έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα.

- Καταλαβαίνω. Ούτε εγώ θα τα έπαιρνα.

Η Κασσιανή σέρνοντας τρόλεϊ μας διακόπτει.

Τοποθετεί τα πιάτα, τα μαχαιροπήρουνα και τα δισκοπότηρα. Βάζει τον δίσκο με το γουρουνόπουλο στην μέση. Κόβει το πιο εκλεκτό κομμάτι και το προσφέρει στην μαυρούλα.

Αισθάνομαι ριγμένος από την μοιρασιά αλλά σε σύγκριση με τα ατελείωτα ερωτηματικά αυτό είναι το λιγότερο.

Γεμίζει με κρασί το ποτήρι μου και τραβιέται σε μια γωνιά περιμένοντας καρτερικά ποτέ θα την χρειαστούμε.

Μέχρι να πιω την πρώτη γουλιά, η Κυρία έχει καταβροχθίσει το πιάτο της και φορτώνει δεύτερη μερίδα.

Την κοιτάζω καθώς τρώει. Το πρόσωπό της γυαλίζει από τα λάδια και καταλαβαίνω πως δεν είναι αμαρτία να παριστάνεις τον Θεό. Αμαρτία είναι να είσαι Θεός.

Το θέαμα είναι τόσο γελοίο που δεν μπορώ να βάλω μπουκιά στο στόμα.

- Τι έχεις; Γιατί δεν τρως; Μήπως δεν σου άρεσε το φαγητό; Θες να πω να ετοιμάσουν κάτι άλλο;

- Όχι. Όχι. Μια χαρά είναι το φαγητό.

- Τότε τι συμβαίνει;

- Αναρωτιέμαι.

- Τι πράγμα;

- Ποιο είναι το όνομα σου; Το πραγματικό σου όνομα.

- Αυτό είναι όλο;

- Ναι.

- Θα σου πω. Με λένε Σουζάνα αλλά οι φίλοι με φωνάζουν Σούζυ.

- Πως είπες;

- Σουζάνα.

- Σουζάνα;

- Ναι ρε το ΄παμε.

Πέφτω από την καρέκλα. Τυλίγω τα πόδια σαν έμβρυο και κρατάω την κοιλιά να μην σκάσει από τα γέλια.

Επαναλαμβάνω συνέχεια την ίδια φράση.

- Τον Θεό τον λένε Σουζάνα..

Πεθαίνω από τα γέλια.

- Σούζυ. Τον Θεό φωνάζουν Σούζυ.

Η μαύρη βασίλισσα των Πάντων σηκώνεται και με κοιτάει οργισμένα.

- Έτσι, ε. Με κοροϊδεύεις. Θέλεις να με

ρεζιλέψεις μπροστά της. Νομίζεις πως…

- Σούζυ, τσούζει; Σούζυ τσούζει;

- Νομίζεις πως δεν κατάλαβα ότι την

γουστάρεις; Θα σε στείλω από εκεί που ήρθες, στην κόλαση.

- Σούζυ. Τον Θεό τον λένε Σούζυ.

- Κόφτο ρε. Σταμάτα σου λέω.

- Τον Θεό τον φωνάζουν Σούζυ και έχει περίοδο κάθε 24 μέρες

Χαχαχαχα.

- Αϊ στο διάολο ρε. Αϊ στο διάολο.

Ο παράδεισος χάνεται. Διαγράφεται.

Νιώθω την κατρακύλα. Τα κόκκαλα τσακίζονται.

Συνεχίζω να γελάω. Κουτρουβαλάω.

Παύση.

Τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν.

Στο ταβάνι εκτυφλωτικές λάμψεις από λάμπες φθορίου..

Τα κλείνω.

Περιμένω.

Τα ανοίγω.

Λευκοί τοίχοι. Ιατρικά μηχανήματα. Ορός περασμένος στο χέρι. Δεν τον αισθάνομαι. Δεν μπορώ να κουνήσω τα άκρα. Μόνο το κεφάλι και αυτό με δυσκολία.

Τι σκατά σημαίνουν όλα αυτά;

Βλέπω την πόρτα να κουνιέται. Μια τύπισσα λαθραία σαν γέρικο πρεζόνι εισβάλει ακάλεστη

- Που βρίσκομαι; Ποια είσαι εσύ;

Τα μάτια της τρομάζουν.

Πιάνει την καρδιά της.

Την αφήνει.

Πιάνει τα μαλλιά της και βγαίνει από το δωμάτιο ουρλιάζοντας.

- Γιατρεεεε, γιατρεεε. Συνήλθε.

Σε μισή ώρα έχουν συγκεντρωθεί καμία 20αριά βδελυρά άτομα και στριμώχνονται στο μικρό δωμάτιο.

Ένας γιατρός ειδικευμένος κατά πάσα πιθανότητα στις αφαλοκόψεις παίρνει τον λόγο.

- Πως αισθάνεστε.

- Μια χαρά αν εξαιρέσεις ότι δεν αισθάνομαι τα πόδια , τα χέρια, ότι διψάω, ότι δεν ξέρω που βρίσκομαι, γιατί βρίσκομαι όπου βρίσκομαι και ποιος μαλάκας είσαι εσύ.

- Όλες οι δικαιολογημένες σας απορίες θα λυθούν. Καταρχήν είπατε ότι διψάτε;

- Ναι το λαρύγγι έχει στεγνώσει .

- Νοσοκόμα, δώστε λίγο νερό.

Βάζει ένα καλαμάκι στα χείλη μου.

Ρουφάω με βουλιμία.

Πνίγομαι.

Βήχω.

- Φτάνει τόσο. Σε λίγο θα έρθει η αδελφή σας. Την ενημερώσαμε και βρίσκεται καθ’ οδών.

- Τι κάνατε; Ποιος σας το ζήτησε;

- Θεωρήσαμε ότι είναι καλό.

- Τι λες ρε παλιομαλάκα. Να την πάρεις και να της πεις να πάει να γαμηθεί.

- Ηρεμίστε. Καταλαβαίνω, το σοκ είναι μεγάλο. Θα σας αφήσουμε να ησυχάσετε και θα τα πούμε αργότερα. Πάμε παιδιά.

- Που βρίσκομαι; Ποιοι είστε εσείς; Ρε σας μιλάω.

Προσπαθώ να σκεφτώ. Δεν τα καταφέρνω. Με παίρνει ο ύπνος.

Κάτι με γαργαλάει. Ένα άγγιγμα.

Η αδερφή μου. Με χαϊδεύει. Με κοιτάει στοργικά.

Τρελάθηκε ο κόσμος.

Ο εγκέφαλος δίνει εντολή στα υπόλοιπα όργανα άλλα να τραβηχτούν, άλλα να την κλωτσήσουν άλλα να της ξεριζώσουν τα μαλλιά και άλλα να την φτύσουν. Κανένα δεν υπακούει.

Είμαι έρμαιο των ορέξεων της.

Αποφασίζω να το παίξω ψύχραιμος.

- Που βρίσκομαι;

- Στο νοσοκομείο.

- Γιατί;

- Δε σου είπαν οι γιατροί.

- Όχι.

- Πώς να σου το πω; Είναι δύσκολο.

- Με δικά σου λόγια

- Πολύ καλά. Θυμάσαι πριν 15 χρόνια που παίζαμε στο μπαλκόνι; Βασικά θυμάσαι τίποτα;

Η αλήθεια είναι ότι η μνήμη μου δεν λειτουργεί πολύ καλά. Θυμάμαι πώς με λένε, τον Κάρολο, τον Θεό και μερικά ακόμη γεγονότα. Αυτό όμως που λέει δεν το θυμάμαι καθόλου.

- Όχι.

- Πριν 15 χρόνια, μια ηλιόλουστη μέρα στηριζόσουν στα κάγκελα και απροσδόκητα χωρίς κανένα λόγο υποχώρησαν. Έπεσες από ύψος 7 μέτρων.

- Και;

- Έκτοτε βρίσκεσαι σε κώμα. Μέχρι σήμερα δηλαδή. Αδελφούλη μου.

Με αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια.

Καλά τι λέει; Έχει χαζέψει τελείως; Τι παραμύθια είναι αυτά.

- Δεν πιστεύω να έρθει και η μάνα;

Σοβαρεύει, σκουπίζει το πρόσωπό της.

- Αυτό δεν στο είπα. Όπως και άλλα πολλά βέβαια.

- Τι δεν μου είπες;

- Η μητέρα που ήταν πάνω από το προσκέφαλο σου κάθε μέρα επί δέκα χρόνια δεν άντεξε τελικά και πέθανε από το μαράζι. Πριν 5 χρόνια περίπου. Τουλάχιστον θα σε βλέπει τώρα από κει πάνω και η ψυχή της θα αναπαυτεί.

Μάλιστα. Αν την πιστέψω ότι έχω ως μνήμη δεν ισχύει. Ήταν όλα ένα όνειρο. Τόσο αληθινό όμως; Από την άλλη βέβαια, δεν έχω κανένα μπλέξιμο, μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή.

- Τι σκέφτεσαι;

- Τίποτα, τίποτα.

- Ξέρεις ξύπνησες την κατάλληλη στιγμή.

- Γιατί;

- Δεν ξέρω αν θυμάσαι ένα χωράφι στο χωριό.

- Συνέχισε.

Φίδια άρχισαν να με ζώνουν.

- Η μητέρα στην διαθήκη μας το άφησε εξ αδιαιρέτου.

- Και λοιπόν;

- Η περιοχή απέκτησε αξία και το ζητάνε. Έχω στα χέρια μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.

- Καλά άσε να σηκωθώ και βλέπουμε.

- Όχι δεν κατάλαβες. Είναι επείγον. Έφερα τα χαρτιά, πρέπει να υπογράψεις σήμερα αν είναι δυνατόν. Αλλιώς ο αγοραστής θα λακίσει. Έχει κάνει και αλλού προτάσεις.

- Μην στεναχωριέσαι. Αν η περιοχή παρουσιάζει αγοραστικό ενδιαφέρον θα βρεθεί άλλος.

- Μα τι λες. Δεν καταλαβαίνεις. Έλα βάλε μια υπογραφή να τελειώνουμε.

- Πρώτον και να ήθελα που δεν θέλω δεν μπορώ και δεύτερον τζίφρα χωρίς να διαβάσω δεν βάζω πουθενά.

Η έκφραση της φουρτούνιασε το οργισμένο κύμα θα διέλυε όποιο λιμάνι και αν έσκαγε.

- Τι σου μιλάω. Από μικρός μαλάκας ήσουν. Αλλά και τώρα δεν πάς πίσω. Αν δεν ξυπνούσες θα το είχα πουλήσει . Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που συνήλθες γρουσούζη.

Τώρα την αναγνωρίζω.

- Ξεκουμπίσου και άσε με να ξεκουραστώ..

Παίρνει την τσάντα με κοιτάζει με μίσος και πλησιάζει την πόρτα.

- Ένα φιλάκι δεν θα μου δώσεις;

Υψώνει την τσάντα. Τα μάτια της μαυρίζουν. Με ένα σάλτο βρίσκεται πάλι δίπλα μου. Τσιρίζοντας την κατεβάζει με δύναμη στο φτωχό μου κεφάλι,.

- Άντε γαμήσου. Άντε γαμήσου.

Με κοπανάει συνέχεια.

Δεν μπορώ να αντισταθώ.

Ζαλίζομαι.

Οι γιατροί ορμάνε μέσα και της πιάνουν τα χέρια.

Λιποθυμάω.

Βρίσκομαι σε ένα αμάξι. Το αμάξι μου. Γυρνάω το κλειδί και ζεσταίνω την μηχανή.

Το ραδιόφωνο ανοίγει αυτόματα.

Ακούω τον εκφωνητή να μεταδίδει τις ειδήσεις.

- Νέα κακοκαιρία Φλώρινα –15 Ξάνθη-5 Ιωάννινα -7 Κοζάνη -9.

Ουπς, Κοζάνη -9 στα αρχίδια μου μέσα στο αυτοκινητάκι σε λίγο θα έχει πάνω από 25.

Αναγνώστες